To 1986 ήταν η χρονιά που η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ) καλοσώρισε δύο νέα μέλη. Την Ισπανία και την Πορτογαλία. Πλέον ήταν η "Ευρώπη των 12". Η Ελλάδα είχε προηγηθεί το 1981, ως το 10ο μέλος της Κοινότητας. Η Ε.Ο.Κ περιλάμβανε ήδη τις μεγαλύτερες αγορές της Ευρώπης, όπως την Γαλλία, την Δυτ. Γερμανία, την Μεγ. Βρετανία και την Ιταλία. Επιπλέον, οι χώρες αυτές αποτελούσαν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας. H Ισπανία είχε ξεκινήσει την μαζική παραγωγή αυτοκινήτων από την δεκαετία του '50, με το εργοστάσιο της SEAT. Tα αυτοκίνητα της απευθύνονταν αρχικά στην τοπική αγορά, ενώ υπήρξε κάποια εξαγωγική δραστηριότητα αργότερα. Όμως υπήρχε η προοπτική για μια δυναμική πορεία τα επόμενα χρόνια, όσον αφορά στην παραγωγή αλλά και στις εξαγωγές αυτοκινήτων. Υπήρχαν βέβαια και άλλες μονάδες παραγωγής στην χώρα, όμως σημαντική ήταν η έναρξη συνεργασίας μεταξύ της SEAT με την Volkswagen το 1982, για την συναρμολόγηση ορισμένων μοντέλων της γερμανικής εταιρείας στην Ισπανία. Μετά την ένταξη της χώρας στην Ε.Ο.Κ, στις 18 Ιουνίου 1986 η Volkswagen απέκτησε το 51% της ισπανικής εταιρείας. Παράλληλα υπήρχαν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης της αγοράς, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στα επίπεδα των 600.000 μονάδων περίπου.
Στην Ελλάδα, το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό. Η μοναδική σημαντική μονάδα παραγωγής αυτοκινήτων το 1986, ήταν η NISSAN-ΤΕΟΚΑΡ του Θεοχαράκη στον Βόλο. Είχαν προηγηθεί μερικές ακόμα, όπως της Mazda στον Άγιο Στέφανο και, λίγο αργότερα της General Motors Hellas στις ίδιες εγκαταστάσεις, όμως η λειτουργία τους είχε λήξει άδοξα. Η ΤΕΟΚΑΡ αποτελούσε μια ιδιωτική επένδυση του Έλληνα επιχειρηματία και η συνεργασία με την μητρική εταιρεία περιοριζόταν καθαρά σε τεχνικό επίπεδο. Η Nissan πρωταγωνιστούσε στην εγχώρια αγορά, όμως η ΤΕΟΚΑΡ δεν ανέπτυξε εξαγωγική δραστηριότητα. Πάντως, η ελληνική αγορά δεν έδειχνε καμία άμεση προοπτική εξέλιξης, σε αντίθεση με την ισπανική ή άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Όπως έχει αναφερθεί και σε παλαιότερα αφιερώματα, ο βασικό λόγος ήταν η υψηλή φορολογία στα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης σε συνδυασμό με το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ο.Κ, με εξαίρεση την Πορτογαλία. Το 1986 κυκλοφορούσαν στην χώρα μας 1.355.142 επιβατικά αυτοκίνητα, εκ των οποίων το 1.321.823 ήταν ιδιωτικής χρήσης. Από το σύνολο, τα 488.955 ήταν αυτοκίνητα που είχαν ταξινομηθεί από το 1976 και παλαιότερα, δηλαδή άνω της δεκαετίας. Οι ρυθμοί απόσυρσης των παλιών αυτοκινήτων στην χώρα μας ήταν πολύ μικρός, περίπου στα επίπεδα του 0.5% ετησίως.
Έχει ενδιαφέρον να κάνουμε σύγκριση με μια άλλη χώρα-μέλος της E.O.K, σε παρόμοια πληθυσμιακά μεγέθη με την Ελλάδα. Το Βέλγιο είχε το 1986 περίπου 9.86 εκατομμύρια κατοίκους, έναντι περίπου 9.95 εκατομμύρια στην Ελλάδα (στοιχεία Eurostat). Φυσικά πρέπει να ληφθεί υπόψη, πως το κατά κεφαλήν εισόδημα στο Βέλγιο ήταν υπερδιπλάσιο σε σχέση με την Ελλάδα, κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Παρόλα αυτά, η αγορά του αυτοκινήτου ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αναλογικά με τον πληθυσμό. Την ίδια χρονιά οι πωλήσεις καινούργιων επιβατικών αυτοκίνητων στο Βέλγιο, ανήλθαν σε 395.039 μονάδες, ενώ στα τέλη του έτους κυκλοφορούσαν συνολικά 3.360.289 επιβατικά αυτοκίνητα. Στην Ελλάδα οι πωλήσεις ανήλθαν σε μόλις 65.166 μονάδες, μειωμένες κατά 17%. Ιδαίτερα αρνητικό αντίκτυπο είχε η υποτίμηση της Δραχμής, τον Οκτώβριο του 1985, που συνέβαλε στην άνοδο των λιανικών τιμών στα αυτοκίνητα το επόμενο διάστημα. Μάλιστα, το 1986 η αύξηση ήταν κατά μέσο όρο η υψηλότερη που είχε σημειωθεί από 1980 (+49%).
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούσε η αγορά της Δανίας. Η φορολογία στα αυτοκίνητα ήταν η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών της Ε.Ο.Κ, μετά την Ελλάδα. Ο Ειδικός Φόρος κυμαινόταν από 181% έως 217% με τον Φ.Π.Α στο 22%. Ενδεικτικά, στο Βέλγιο ο Ειδικός Φόρος ήταν μεταξύ 25 και 33% και ο Φ.Π.Α στο 25%. Στην Ελλάδα βέβαια οι ανώτεροι συντελεστές, που αφορούσαν τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, ξέφευγαν πολύ πάνω από τα επίπεδα της Δανίας (εξαιρείται ο Φ.Π.Α που στην χώρα μας άρχισε να ισχύει από το 1987). Αν και με πληθυσμό γύρω στα 5.12 εκατ. κατοίκους, η Δανία βρισκόταν μεταξύ των χωρών με το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στην Ε.Ο.Κ. Χαρακτηριστικό στην αγορά αυτοκινήτου ήταν οι σημαντικές αυξομειώσεις ανά διαστήματα. Το 1986 οι πωλήσεις ανήλθαν σε 169.386 μονάδες (+7.6%). Στην κορυφή βρέθηκε η Opel, με 27.072 μονάδες. Αξιοσημείωτη παρουσία είχαν ορισμένες ιαπωνικές φίρμες, όπως η Toyota, που κατέλαβε την 2η θέση με 20.653 πωλήσεις και η Mazda που ήρθε στην 4η θέση με 17.281 πωλήσεις. Ικανοποιητική ήταν και η επίδοση της Nissan, που βρέθηκε στην 9η θέση με 9.826 μονάδες.
Πάντως η Ελλάδα απείχε πολύ από τον μέσο της Κοινότητας, σχετικά με την αναλογία κατοίκων ανά αυτοκίνητο. Ο μέσος όρος της Ε.Ο.Κ ήταν 1:1.29 ενώ στην χώρα μας ήταν 1:9.3 . Η μοναδική χώρα με την οποία υπήρχε σύγκριση ήταν η Πορτογαλία, με την αναλογία στο 1:9.2 (τιμές έως αρχές 1985). Παράλληλα, η τελευταία διέθετε ανάλογα πληθυσμιακά δεδομένα με την Ελλάδα (10.1 εκ. κατοίκους) και παρόμοιο αριθμό κυκλοφορούντων αυτοκινήτων, αλλά το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν χαμηλότερο. Συγκεκριμένα η Πορτογαλία διέθετε τότε τον χαμηλότερο δείκτη μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ο.Κ, όμως τα επόμενα χρόνια υπήρξε σημαντική βελτίωση. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, που σταδιακά απαξίωσε πλήρως τις -λίγες- μονάδες παραγωγής οχημάτων, η Πορτογαλία κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκμεταλλευόμενη την συμμετοχή της στην Κοινή Αγορά.
Στην Ολλανδία οι πωλήσεις καινούργιων αυτοκινήτων το 1986 σημείωσαν άνοδο κατά 13.0%, με 560.411 μονάδες έναντι 495.411 το προηγούμενο έτος. Στην πρώτη θέση βρέθηκε η Opel με 92.279 πωλήσεις και μερίδιο αγοράς 16.5%. H ολλανδική ήταν μια από τις πλέον ανταγωνιστικές αγορές στην Ευρώπη. Με πληθυσμό κοντά στα 14.5 εκ. κατοίκους, διέθετε αναλογία κατοίκων ανά αυτοκίνητο 1:3.0. Οι ετήσιες ταξινομήσεις βρίσκοταν ως τότε σε παρόμοια επίπεδα -χονδρικά- με αυτά της Ισπανίας, η οποία διέθετε πληθυσμό σχεδόν 38.5 εκατομμυρίων κατοίκων. Πάντως ήδη είχε ξεκινήσει η ανοδική πορεία στην ζήτηση επιβατικών αυτοκινήτων, που σταδιακά θα έφερνε την Ισπανία μέσα στις πέντε μεγαλύτερες αγορές της Ευρώπης. Οι διαφορές μεταξύ των δύο αγορών ήταν σημαντικές. Ενώ στην Ολλανδία η παρουσία των ιαπωνικών αυτοκινήτων ήταν έντονη, με τις Toyota και Nissan εντός της πρώτης δεκάδας (7η & 10η αντίστοιχα), στην Ισπανία οι ιαπωνικές φίρμες ήταν ανύπαρκτες ως τότε, κάνοντας τα πρώτα δειλά βήματα εκείνη την χρονιά.
Διαφορετική αντιμετώπιση σχετικά με την διείσδυση των ιαπωνικών αυτοκινήτων, υπήρχε και μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων αγορών στην Ευρώπη.
Στην Μεγ. Βρετανία οι πωλήσεις καινούργιων αυτοκινήτων έφτασαν το 1.882.474 μονάδες. Η Ford κυριάρχησε, με τα τρία εμπορικότερα μοντέλα να είναι δικά της (Escort, Fiesta, Sierra). Ακολούθησαν οι Vauxhall και Rover, όμως στην 4η θέση βρέθηκε η Nissan. H ιαπωνική εταιρεία είχε έρθει δυναμικά στο προσκήνιο της βρετανικής αγοράς από τα μέσα της δεκαετίας του '70. Το 1986 η επίδοσή της ήταν βελτιωμένη, προσεγγίζοντας τα 110.000 αυτοκίνητα. Αν και ήταν μακράν η πιο επιτυχημένη από τις ιαπωνικές φίρμες, πάντως ικανοποιητική πορεία είχε και η Toyota, που ήρθε στην 11η θέση με 35.802 πωλήσεις, ενώ δύο θέσεις χαμηλότερα βρέθηκε η Honda (13η), με συνολικά 20.499 πωλήσεις. Όπως είναι ευνόητο οι Βρετανοί ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν χωρίς κανέναν περιορισμό. To σημαντικότερο γεγονός, όμως, ήταν ότι η Nissan επέλεξε την Βρετανία για την δημιουργία του πρώτου της εργοστασίου στην Ευρώπη. Με την έναρξη λειτουργίας της μονάδας στο Sunderland το 1986, η εταιρεία είχε σκοπό να ξεπεράσει τα εμπόδια που δημιουργούσε το καθεστώς προστατευτισμού σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Η παραγωγή των αυτοκινήτων της θα γινόταν πλέον σε χώρα-μέλος της Ε.Ο.Κ, κάτι που θα "άνοιγε" τις πόρτες των εξαγωγών σε νέες (και "δύσκολες") αγορές. H ενέργεια της Nissan στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και αργότερα την μιμήθηκαν άλλες ιαπωνικές εταιρείες, όπως η Toyota και η Honda, οι οποίες επέλεξαν να επενδύσουν και αυτές στην Μεγ. Βρετανία.
Μια κλειστή αγορά ήταν και η Ιταλική. Η Nissan είχε επιχειρήσει να έχει πρόσβαση, λίγα χρόνια νωρίτερα, μέσα από την συνεργασία της με την Alfa Romeo (Arna & Cherry Europe), χωρίς επιτυχία. To 1986 οι πωλήσεις αυτοκινήτων προσέγγισαν το 1.8 εκ. επιβατικά και η Fiat ήταν ο απόλυτος ηγέτης με ποσοστό περίπου 45%. Το best seller ήταν το Fiat Uno, ενώ από τους ξένους κατασκευαστές επιτυχία γνώριζε η Renault και η Volkswagen. Στην Ιταλία ο Φ.Π.Α στα αυτοκίνητα ήταν στο 18%. Μικρή ήταν η παρουσία των Ιαπώνων και στην Γαλλία, εκείνη την εποχή. Oι εισαγωγικοί περιορισμοί που είχαν επιβληθεί, υποχρέωναν το ποσοστό των αυτοκινήτων ιαπωνικής κατασκευής να παραμένει στο 3% επί του συνόλου της αγοράς. Φυσικά κυριαρχούσαν τα γαλλικά αυτοκίνητα, με την Renault στην 1η θέση και 602.910 πωλήσεις. Best seller ήταν το Renault Super5, ενώ το 1ο σε πωλήσεις εισαγόμενο μοντέλο ήταν το Opel Corsa. Συνολικά οι ταξινομήσεις ανήλθαν σε 1.911.521 μονάδες.
Διαφορετικό ήταν το κλίμα στην Δυτική Γερμανία. Η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης κινήθηκε ανοδικά το 1986, με συνολικά 2.829.438 ταξινομήσεις, έναντι 2.379.261 την προηγούμενη χρονιά (+18.9%). Παράλληλα, η αξία των εξαγωγών επιβατικών αυτοκινήτων είχε άνοδο κατά 3.5%, στα 57.9 εκ. Μάρκα (DM). Στην κορυφή των προτιμήσεων βρέθηκε η Volkswagen με 658.752 πωλήσεις, ενώ στην 2η θέση ήρθε η Opel με 421.117 πωλήσεις και 3η ήταν η Ford με 297.007 πωλήσεις. Η δημοφιλέστερη ξένη εταιρεία ήταν η Fiat (7η στην γενική κατάταξη), με 124.325 μονάδες, κυρίως χάρη στο Fiat Uno . Τα ιαπωνικά αυτοκίνητα είχαν σημαντικό μερίδιο, με την Toyota στην 8η θέση, την Mazda στην 10η θέση, την Nissan στην 12η θέση και την Mitsubishi στην 13η θέση. Καλή πορεία είχαν και οι γαλλικές Renault (9η) και Peugeot (11η), η οποία διέθετε το Νο 1 σε πωλήσεις μοντέλο εισαγωγής, το μικρό "205" με 55.714 μονάδες. Το best seller ιαπωνικό μοντέλο ήταν το Mazda 626, με 38.828 μονάδες. Φυσικά, το Νο 1 σε πωλήσεις συνολικά δεν ήταν άλλο από το Volkswagen Golf, που κατέκτησε για ακόμα μια φορά την κορυφή με 371.382 μονάδες. Οι τρεις κυριότεροι εξαγωγικοί προορισμοί στην Ευρώπη για την γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία το 1986, ήταν η Μεγ. Βρετανία με 418.000 επιβατικά αυτοκίνητα, η Γαλλία με 260.000 και η Ιταλία με 242.000. Tην ίδια χρονιά, οι εξαγωγές γερμανικών αυτοκινήτων στην Ελλάδα ανήλθαν σε 10.797 μονάδες, μειωμένες κατά 47.8% σε σχέση με το 1985.