To εφ'άπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος για τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης είχε καθοριστεί με το νόμο 3829/58, με σημαντικές αυξήσεις για τα αυτοκίνητα που ταξινομήθηκαν από τις 4 Αυγούστου 1958 και μετά. Την άνοιξη του 1963 δημοσιεύτηκε ο νόμος 4288 (ΦΕΚ 48, 26/6/1963), περί κυρώσεως της υπ'αριθ. 173/1962 απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, σχετικά με την διαρρύθμιση στο εφ'άπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος για τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που έμπαιναν για πρώτη φορά σε κυκλοφορία στην Ελλάδα.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι το νομοθέτημα λαμβάνει υπόψη την εισήγηση του υπουργού των Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία το "φορολογικό δικαίωμα του Δημοσίου" δεχόταν πλήγμα από ορισμένα εργοστάσια αυτοκινήτων, τα οποία προέβαιναν σε τεχνητή μείωση των τιμών τους, μεταβάλλοντας τον βασικό εξοπλισμό των μοντέλων τους. Με αυτόν τον τρόπο, τα αυτοκίνητα αυτά υπάγονταν σε χαμηλότερα φορολογικά κλιμάκια, με αποτέλεσμα να ζημιώνεται το Δημόσιο. Επιπλέον έκρινε αναγκαία την διαρρύθμιση του τρόπου επιβολής του πρόσθετου ειδικού τέλους, με τρόπο τέτοιο ώστε αυτός να τοποθετηθεί επί "ασφαλεστέρων βάσεων" για τα μικρά αυτοκίνητα.
Έτσι, για τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που κυκλοφορούσαν για πρώτη φορά στην χώρα μας από την 1η Ιανουαρίου 1963, το εφ'άπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος ορίστηκε ως εξής. Για τα αυτοκίνητα με κινητήρα με κυλινδρισμό έως 1.200 κυβικά εκατοστά, το τέλος ανήλθε στις 15.000 δραχμές. Για τα αυτοκίνητα έως τα 2.500 κυβικά εκατοστά, το τέλος για κάθε κυβικό εκατοστό πέρα των 1.200 ανήλθε στις 15 δραχμές. Τα ποσά αυτά δεν ήταν αμελητέα, όμως το κράτος θέλοντας να εξασφαλίσει όλες τις περιπτώσεις στο μέγιστο δυνατό, προχώρησε σε συμπληρωματικές διατάξεις. Κατά συνέπεια, στην πρώτη περίπτωση (έως 1.200 κ.εκ) το τέλος είχε προσαύξηση κατά 50% εάν η δασμολογητέα αξία του αυτοκινήτου ήταν ίση ή μεγαλύτερη των 60.000 δραχμών. Επιπλέον, υπήρχε προσαύξηση κατά 25% για αυτοκίνητα με "συμπτυσσομένην στέγην", δηλαδή τα cabriolet, ανεξαρτήτως κυβισμού.
Σε περίπτωση που ένα αυτοκίνητο είχε κινητήρα από 1.201 έως 2.500 κυβικά εκατοστά, κατά τους ανωτέρω υπολογισμούς το τέλος που προέκυπτε δεν μπορούσε να είναι μικρότερο από 25.000 δραχμές, αν η δασμολογητέα αξία ήταν ίση ή μεγαλύτερη των 36.000 δρχ. Αντίστοιχα το τέλος δεν μπορούσε να είναι μικρότερο από 40.000 δραχμές, για δασμολογητέα αξία ίση ή μεγαλύτερη των 60.000 δρχ. και μικρότερο από 55.000 δραχμές για δασμολογητέα αξία ίση ή μεγαλύτερη των 85.000 δρχ.
Για τα επιβατικά αυτοκίνητα με κινητήρα άνω των 2.500 κυβικών εκατοστών το τέλος ορίστηκε στις 40.000 δραχμές εάν η εργοστασιακή τιμή ήταν μέχρι 1.650 δολλάρια, στις 55.000 δραχμές με εργοστασιακή τιμή άνω των 1.650 και έως 2.250 δολλαρίων και στις 75.000 δραχμές εάν η εργοστασιακή αξία του αυτοκινήτου υπερέβαινε τα 2.250 δολλάρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου