Το 1920 το ελληνικό κράτος επέβαλε για πρώτη φορά ειδικό τέλος στα αυτοκίνητα οχήματα, με νομοθετική ρύθμιση (ν. 2332/1920). Στην συνέχεια υπήρξαν διάφορες παρεμβάσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση στο ειδικό τέλος, με την φορολογία να είναι ιδιαίτερα υψηλή κυρίως στα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης. Μετά την απελευθέρωση ο αριθμός των κυκλοφορούντων αυτοκινήτων όλων των κατηγοριών ήταν εξαιρετικά μικρός, όμως έως τα τέλη της δεκαετίας του '40 ο αριθμός τους είχε υπερβεί τα προπολεμικά δεδομένα. Κατά τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, το κράτος όρισε για πρώτη ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με την φορολογία των αυτοκινήτων από την 1η Μαρτίου 1953, με τον νόμο 2367/1953 ("Περί τίτλων κυριότητος, ταξινομήσεως, αδειών κυκλοφορίας και φορολογίας αυτοκινήτων").
Εκτός από το θέμα της φορολογίας, ο νόμος αυτός περιελάμβανε και θέματα όπως οι άδειες κυκλοφορίας και η ταξινόμηση των οχημάτων (άρθρο 2,3,4 και 5) καθώς και την σύσταση περιφερειακών υπηρεσιών του υπουργείου Συγκοινωνιών (άρθρο 11-Γραφείο Ελέγχου Συγκοινωνιών σε Τρίπολη, Λαμία, Κοζάνη, Κομοτηνή και Ρόδο). Σχετικά με την φορολογία των αυτοκινήτων, ο νόμος καθόριζε το πρόσθετο ειδικό τέλος, δηλαδή την εφ'απαξ εισφορά, αλλά και τα τέλη κυκλοφορίας. Στο άρθρο 13 γινόταν ο διαχωρισμός σε κατηγορίες οχημάτων ιδιωτικής χρήσης και δημόσιας χρήσης, βάσει των οποίων γινόταν ο υπολογισμός των τελών κυκλοφορίας (άρθρο 14). Οι φορολογικοί συνετελεστές ανά εξάμηνο για την καταβολή των τελών κυκλοφορίας ανά κατηγορία, είχαν ως εξής.
Για τις μοτοσυκλέτες ιδιωτικής χρήσης 50.000 δραχμές ανά ίπποι και 25.000 δραχμές ανά ίππο για τις μοτοσυκλέτες δημοσίας χρήσης.
Στα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης 200.000 δρχ ανά ίππο, όμως για τα αυτοκίνητα τύπου τζιπ με ισχύ άνω των 10 φορ. ίππων (μετασκευασμένα ή μη) ο υπολογισμός των τελών γινόταν ως οχήματα των 10 φορ. ίππων. Στα δημοσίας χρήσης επιβατικά, μετά μετρητού ή άνευ, τα τέλη ορίστηκαν στις 50.000 δρχ ανά ίππο.
Ιδιωτικής χρήσης φορτηγά αυτοκίνητα με κλειστό αμάξωμα, ωφέλιμου φορτίου μέχρι ενός τόνου, 150.000 δρχ ανά ίππο. Φορτηγά άλλου τύπου, 500.000 δρχ ανά ίππο για ωφέλιμο φορτίο έως ένα τόνο, ενώ πάνω από αυτό το όριο υπήρχε επιβάρυνση 300 δραχμών ανά χιλιόγραμμο. Τα δημοσίας χρήσης φορτηγά με ωφέλιμο φορτίο μέχρι ένα τόνο, 200.000 δρχ και 150 δρχ για κάθε χιλιόγραμμο πάνω από αυτό το όριο.
Τα λεωφορεία ιδιωτικής χρήσης και δημόσια χρήσης είχαν επιβάρυνση 30.000 δρχ ανά θέση.
Για τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης προβλεπόταν μείωση στα τέλη κυκλοφορίας κατά 20%, μετά την πάροδο πέντε ετών από το πρώτο έτος κυκλοφορίας τους στην Ελλάδα. Στην συνέχεια υπήρχε μείωση 5% για κάθε επιπλέον χρόνο κυκλοφορίας, όμως η συνολική μείωση δεν μπορούσε να υπερβεί το 50% των τελών. Αντίστοιχη μείωση 20% μετά την πάροδο πέντε ετών μετά την πρώτη κυκλοφορία τους, υπήρχε και για τα επιβατικά δημοσίας χρήσης. Σε αυτή την περίπτωση, για κάθε επιπλέον έτος κυκλοφορίας μετά την πενταετία υπήρχε μείωση 10%, μέχρι και το 70% των τελών. Το ποσό των τελών κυκλοφορίας αφορούσε την χρέωση ενός εξαμήνου, ανεξάρτητα από τον χρόνο που ταξινομήθηκε το όχημα εντός του εξαμήνου αυτού.
Τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν για πρώτη φορά στην χώρα μας, εκτός από την καταβολή των τελών κυκλοφορίας, επιβαρύνονταν και το εφ'απαξ πρόσθετο ειδικό τέλος (εισφορά), που ήταν ίσο προς τα αντίστοιχα τέλη κυκλοφορίας ενός εξαμήνου. Για παράδειγμα, για ένα επιβατικό αυτοκίνητο 10 φορ. ίππων τα τέλη κυκλοφορίας ήταν 2.000 (νέες) δραχμές ανά εξάμηνο ή 4.000 ετησίως. Κατά συνέπεια η εφ'απαξ εισφορά στην περίπτωση αυτή ήταν 2.000 δραχμές.
Φυσικά, όπως γίνεται συνήθως, ο νόμος προέβλεπε ορισμένες κατηγορίες οχημάτων που εξαιρούνταν των τελών κυκλοφορίας (άρθρο 17). Σε αυτά περιλαμβάνοταν τα εξής:
Τα παντός είδους αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες του Βασιλέα και των μελών της Βασιλικής Οικογένειας. Αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο με αποκλειστικά υπηρεσιακή χρήση. Τα αυτοκίνητα των Διπλωματικών Αποστολών (πρεσβείες & προξενεία). Φορτηγά, υδροφόρα οχήματα, αυτοκίνητα καθαριότητας και πυροσβεστικά που ανήκαν σε Δήμους, Κοινότητες, Λιμενικούς Οργανισμούς και Λιμενικά Ταμεία. Τα ασθενοφόρα και τα αυτοκίνητα κινητών ιατρείων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, σταθμών πρώτων βοηθειών, δημοτικών ή κοινοτικών νοσοκομείων και των διαφόρων νοσηλευτικών ιδρυμάτων κοινής ωφελείας. Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ξένων αποστολών, υπηρεσιών και οργανώσεων ή προσώπων ξένης υπηκοότητας που δεν διέμεναν μόνιμα στην Ελλάδα. Τα επιβατικά αυτοκίνητα πλήρους κυριότητας αναπήρων πολέμου (βαρείας αναπηρίας), με την προϋπόθεση ότι κρίνονται απολύτως απαραίτητα για την μετακίνησή τους, κατόπιν γνωμοδότησης της Ανωτάτης Υγιειονομικής Επιτροπής του Στρατού.
Από την υποχρέωση καταβολής των τελών κυκλοφορίας απαλλάσονταν και τα αυτοκίνητα που ανήκαν στους Εράνους "Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος" και "Πρόνοια Συμμοριοπλήκτων" (!).
Τέλος, εξαιρούνταν τα πετρελαιοκίνητα λεωφορεία της περιοχής Αθηνών που υπάγονταν στην ειδική φορολογία που προέβλεπε ο Αναγκ. Νόμος 1498/1938 (άρθρο 1), σχετικά με τη χρήση ακαθάρτου πετρελαίου.
Να σημειωθεί ότι ορισμένες διατάξεις του νόμου 2367 τροποποιήθηκαν μέσα στο ίδιο έτος, με το Νομοθετικό Διάταγμα 2461 (Ιούλιος 1953) και 2513 (Αύγουστος 1953), που όμως αφορούσαν κυρίως τις άδειες κυκλοφορίας και τις ταξινομήσεις βάσει της απογραφής των οχημάτων καθώς και εισπρακτικά θέματα στα λεωφορεία.
Πάντως, σε περίπτωση καταβολής των τελών κυκλοφορίας και των δύο εξαμήνων του οικονομικού έτους, κατά την έναρξή του και πριν την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, ο υπόχρεως είχε δικαίωμα έκπτωσης 10% από τα τέλη ολόκληρου του έτους. Εκείνη την εποχή το οικονομικό έτος δεν συνέπιπτε με το ημερολογιακό έτος, αλλά ξεκινούσε τον Ιούλιο και τελείωνε τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς.
Η καθιέρωση των τελών κυκλοφορίας και της εφ'άπαξ εισφοράς, προσέδωσε σημαντικά έσοδα στα κρατικά ταμεία. Παρά τον μικρό αριθμό οχημάτων που κυκλοφορούσαν ακόμα εκείνη την εποχή, οι συνολικές εισπράξεις από τα τέλη κυκλοφορίας στο οικ. έτος 1953-1954, ανήλθαν σε 70.000.000 δραχμές. Επιπλέον, υπήρξαν έσοδα 8.000.000 δρχ. από εισπράξεις της εφ'άπαξ εισφοράς. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται όλες οι κατηγορίες οχημάτων, με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από τα επιβατικά αυτοκίνητα. Έκτοτε το αυτοκίνητο αποτέλεσε μια από τις κύριες πηγές εσόδων για το ελληνικό κράτος, με τις εισπράξεις να αυξάνουν διαρκώς. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αύξηση των κυκλοφορούντων οχημάτων, αλλά και στην σταδιακή αύξηση των φορολογικών συντελεστών, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του 1958 (ν. 3829/58). Είναι ενδιαφέρον το γεγονός, ότι στην δεκαετία από το 1954 έως το 1964, ο αριθμός των αυτοκινήτων στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως κατηγορίας, ανήλθε από τις 39.346 μονάδες στις 147.450, υπήρξε δηλαδή αύξηση κατά 274.7%, ενώ τα έσοδα από τα τέλη κυκλοφορίας παρουσίασαν άνοδο κατά 482.8% και από την εφ'άπαξ εισφορά κατά... 3.450% (!!!).
Β.Α
Έρευνα : Hellenic Motor History © (2021)
Με πληροφορίες από ΕΛ.ΣΤΑΤ & εφημ. "ΕΞΠΡΕΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου