Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

VW Lupo. H μεγαλύτερη εμπορική αποτυχία στην νεότερη ιστορία της Volkswagen στην Ελλάδα (και στην Ευρώπη).

 


Είναι γνωστό ότι και οι πιο επιτυχημένες εταιρείες έχουν τις άτυχες στιγμές τους. Στον χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας, μια τέτοια περίπτωση είναι η Volkswagen. Η γερμανική φίρμα εδραιώθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο με την τεράστια επιτυχία του Beetle στα μεταπολεμικά χρόνια. Ο σκαραβαίος παρέμεινε δημοφιλής έως τις αρχές της δεκαετίας του '70, επισκιάζοντας όλα τα υπόλοιπα μοντέλα στην γκάμα της Volkswagen. Όμως αυτή η γκάμα ήταν πλέον ξεπερασμένη τόσο σε σχεδιαστικό όσο και σε τεχνολογικό επίπεδο και η Volkswagen ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να είναι ανταγωνιστική για πολύ ακόμα. Στα μέσα της ίδιας δεκαετίας η εταιρεία παρουσίασε μια νέα γενιά μοντέλων, μεταξύ των οποίων το μικρομεσαίο Golf. Mια νέα χρυσή εποχή ξεκινούσε για την Volkswagen, που πλέον αντίκρυζε το μέλλον με αισιοδοξία. Στην χώρα μας την εκπροσώπηση της Volkswagen ανέλαβε η "Kosmocar" στις αρχές του 1971. Εκείνη την εποχή οι πωλήσεις της στην εγχώρια αγορά βασίζονταν φυσικά στον σκαραβαίο, ενώ τα υπόλοιπα μοντέλα ανήκαν σε μεγαλύτερες κατηγορίες και ήταν εκ των πραγμάτων λιγότερο ελκυστικά σε οικονομικό επίπεδο. Xαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του VW 411, που είχε παρουσιαστεί στην ελληνική αγορά τον Μάιο του 1969. Ήταν το πρώτο μεγάλο τετράθυρο μοντέλο που πρόσφερε η φίρμα, όμως ήταν διαθέσιμο με έναν κινητήρα στα 1.700 cc τοποθετημένο πίσω (!) και αποτελούσε μια ακριβή εναλλακτική πρόταση από έναν κατασκευαστή που μέχρι τότε κυριαρχούσε στα προσιτά μικρά αυτοκίνητα. Ήταν εύλογο πως το μοντέλο αυτό δεν θα μπορούσε να έχει επιτυχία στην ελληνική αγορά, αν και η πορεία του δεν μπορεί να κριθεί ως επιτυχημένη ούτε στις αγορές του εξωτερικού. Όμως μετά την είσοδο της Volkswagen στην νέα εποχή, με σύγχρονα και πλήρως ανταγωνιστικά μοντέλα, η πορεία της κατά την δεκαετία του '80 και του '90 μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα success story, ώστε να κατακτήσει την κορυφή της ευρωπαϊκής αγοράς αυτοκινήτου. Η παρουσία της ήταν σταθερά ισχυρή στις πιο εμπορικές κατηγορίες της Ευρώπης, ενώ το Golf κυριαρχούσε στα μικρομεσαία οικογενειακά μοντέλα. 



Tην δεκαετία του '80 η "Kosmocar" ήταν αναγκασμένη να στηρίζει την παρουσία της στην εγχώρια αγορά σχεδόν αποκλειστικά στο Golf, για λόγους που είχαν να κάνουν με τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο στην χώρα μας. Την δεκαετία του '90 οι συνθήκες έγιναν πιο ευνοϊκές και η Volkswagen άρχισε να έχει έντονη παρουσία και στις υπόλοιπες εμπορικές κατηγορίες και ιδιαίτερα στα supermini με την τρίτη γενιά του Polo, που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα στα τέλη του 1994. Όμως στα τέλη του 1998 η Volkswagen αποκάλυψε στο κοινό ένα νέο μοντέλο, στην μικρότερη κατηγορία των αυτοκινήτων πόλης. Η κίνηση αυτή φαινόταν λογική, με δεδομένο ότι το Polo είχε μεγαλώσει σε διαστάσεις και επιπλέον ο ανταγωνισμός διέθετε ήδη επιτυχημένες προτάσεις στην κατηγορία, όπως το Renault Twingo (1992) και το Ford Ka (1996). To νέο μοντέλο ονομάστηκε Lupo και βασίστηκε στο πάτωμα του Polo, ενώ ήταν διαθέσιμο με κινητήρες βενζίνης και diesel (oι τελευταίοι αδιάφοροι στην χώρα μας εκείνη την εποχή). H σχεδίασή του έφερνε μια νέα φιλοσοφία που τόνιζε το νεανικό προφίλ του μοντέλου, με στρογγυλούς προβολείς και απότομο κόψιμο στο πίσω μέρος. To εσωτερικό ήταν όμοιο με αυτό στην ανανεωμένη γενιά Polo (6N2), δίνοντας προσοχή στην λεπτομέρεια και ενισχύοντας την αίσθηση της ποιότητας. 

Παρά το γεγονός ότι η Volkswagen διέθετε ένα "ελκυστικό" πακέτο, φαίνεται ότι τελικά δεν έπεισε το αγοραστικό κοινό. Θα ήταν επιεικές να πούμε ότι η αρχική αντίδραση του κοινού στην χώρα μας ήταν έστω και χλιαρή, ενώ γρήγορα αποδείχθηκε ως εντελώς "παγωμένη". Από την εμφάνισή του στην ελληνική αγορά το 1999 έως το τέλος της παραγωγής του το 2005, οι συνολικές του πωλήσεις ανήλθαν σε 990 μονάδες. Δηλαδή σε μια περίοδο επτά ετών δεν πέτυχε καν να υπερβεί τις χίλιες μονάδες, ενώ την ίδια περίοδο ακόμα και το σημαντικά ακριβότερο και εντελώς niche φιλοσοφίας New Beetle πέτυχε περισσότερες πωλήσεις στην Ελλάδα, με 1.686 μονάδες! Η ελληνική αντιπροσωπεία επέλεξε να εισάγει το Lupo με τον κινητήρα στα 1.400 cc (75 ps), χωρίς κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην τιμή αγοράς έναντι του Polo με τον ίδιο κινητήρα. Επιπλέον, υπήρχε η δυνατότητα επιλογής του Polo με τον κινητήρα στα 1.000 cc (50 ps), με χαμηλότερο κόστος αγοράς, χαμηλότερο τεκμήριο και, επιπλέον, δυνατότητα επιλογής πεντάθυρου αμαξώματος (το Lupo ήταν αποκλειστικά τρίθυρο). Τα παραπάνω ήταν σημαντικά στοιχεία στο νεανικό αγοραστικό κοινό. Φυσικά πιο ελκυστικές προτάσεις στα supermini διέθετε και ο ανταγωνισμός, όμως στην κατηγορία του το Lupo είχε απέναντι το Renault Twingo, με κινητήρα στα 1.200 cc και σημαντικά χαμηλότερη τιμή, ακόμα και σε εκδόσεις με πλουσιότερο εξοπλισμό. Το πλεονέκτημα αυτό δεν είναι μόνο θεωρητικό εφόσον αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα νούμερα πωλήσεων. Το 2000 οι πωλήσεις του Twingo στην χώρα μας ανήλθαν σε 1.046 μονάδες έναντι μόλις 188 του Lupo! Φυσικά υπήρχαν και εντυπωσιακά δημοφιλέστερες επιλογές στην κατηγορία, όπως τα Daewoo Matiz και Fiat Seicento ενώ ο απόλυτος πρωταγωνιστής ήταν το Hyundai Atos. Nα σημειωθεί πως η αδύναμη πορεία του Lupo ήταν κανόνας στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές. Ενδεικτικά, στην Ισπανία οι πωλήσεις του την περίοδο 1999-2005 ανήλθαν σε μόλις 7.641 μονάδες. Ακόμα και το Seat Arosa, η ισπανική εκδοχή του μοντέλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχία παρότι πέτυχε στο ίδιο διάστημα 19.207 πωλήσεις. Μόνο στην Γερμανία είχε το Lupo ένα αξιοπρεπές ξεκίνημα και διατήρησε ικανοποιητικές πωλήσεις τα επόμενα δύο χρόνια, όμως με διαρκή υποχώρηση από έτος σε έτος. Στην Ελλάδα αποτελεί την μεγαλύτερη εμπορική αποτυχία της Volkswagen, με δεδομένο ότι παρουσίαστηκε σε μια ευνοϊκή περίοδο για την εγχώρια αγορά, με την φίρμα να διαθέτει δυνατό όνομα και ισχυρή παρουσία στις κυριότερες κατηγορίες. Επιπλέον το Lupo ήταν ένα μικρό αυτοκίνητο αυτοκίνητο πόλης, που εκ των πραγματων έπρεπε να είναι προσιτό. Χωρίς να είναι "ακριβό" με απόλυτα κριτήρια, πάντως δεν ήταν απολύτως ανταγωνιστικό. Παρά τα όποια πλεονεκτήματα, στην πράξη αποδείχθηκε πως δεν διέθετε την σωστή αναλογία στην σχέση "αξίας/τιμής", που ήταν απαραίτητη σε ένα αυτοκίνητο αυτής της κατηγορίας. 

 




B.A
Έρευνα © Hellenic Motor History (2024) 
Στοιχεία πωλήσεων: ΣΕΑΑ & ANFAC (Ισπανία).


Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Δεκαετία '90. H Maserati επιταχύνει και πρωταγωνιστεί στα αυτοκίνητα υψηλών επιδόσεων της ελληνικής αγοράς. Η "χρυσή" περίοδος της ιταλικής φίρμας στην Ελλάδα.

 


H Maserati δεν χρειάζεται συστάσεις. H ιταλική φίρμα έχει μια μακρόχρονη ιστορία (ιδρύθηκε το 1914), που περιλαμβάνει αγωνιστική δράση, τρόπαια, εξωτικά σπορ αυτοκίνητα, εξαγορές και οικονομικές δυσκολίες ως τα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Το 1993 η Maserati πέρασε στο έλεγχο της Fiat και συνέχισε την πορεία της μέσα από διάφορα εταιρικά σχήματα του ιταλικού κολοσσού. Σήμερα ανήκει στον όμιλο Stellantis και αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα ονόματα στον χώρο του αυτοκινήτου παγκοσμίως. Φυσικά η Maserati συνεχίζει να είναι ένας κατασκευαστής μικρής κλίμακας, με ένα σημαντικό ποσοστό των πωλήσεών της να βασίζεται στην αγορά των Η.Π.Α. Τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί στην κατηγορία των SUV πολυτελείας, μια τάση που ακολούθησαν σχεδόν όλοι οι "εξωτικοί" κατασκευαστές (Porsche, Lamborghini, Bentley, Ferrari, Lotus). Βέβαια, η Maserati ήταν ο μοναδικός κατασκευαστής σπορ αυτοκινήτων που διέθετε και ένα τετράθυρο μοντέλο στην μεγάλη πολυτελή κατηγορία, με την Quattroporte από την δεκαετία του '60.

Τα αυτοκίνητα της Maserati απευθύνονταν σε περιορισμένο κοινό σε όλο τον κόσμο, ενώ είναι εύλογο ότι ελάχιστους αφορούσε η ιταλική φίρμα στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει πως η Maserati απουσίαζε, εφόσον υπήρξαν επιχειρήσεις που ανέλαβαν την εισαγωγή και διάθεση των ιταλικών αυτοκινήτων στην χώρα μας, όπως η "ΕΛΕΤΕΞ" (Ελληνική Εταιρεία Εξωτερικού Εμπορίου) με έδρα στην οδό Ερμού 7  και η "Αριστ. Καρέλας" ΑΒΕΞ στην Λεωφ. Κηφισού 11 την δεκαετία του '70. Την δεκαετία του '80 η Maserati ακολούθησε την τύχη που είχαν όλοι οι "ειδικοί" κατασκευαστές σπορ και πολυτελών αυτοκινήτων στην χώρα μας, πέρασε δηλαδή στην πλήρη αφάνεια. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της παρανοϊκής πολιτικής απέναντι στο ιδιωτικό αυτοκίνητο, που καθιστούσε ανάλογες επιλογές εκτός πραγματικότητας ακόμα και για τους ελάχιστους τυχερούς. Ως εκείνη την εποχή, οι γενικότερες εξελίξεις είχαν αναγκάσει την Maserati να παρουσίασει πιο  "προσγειωμένα" μοντέλα, με κινητήρες μικρότερου κυβισμού και περισσότερο συμβατική σχεδίαση, όπως η Biturbo, η 228 και η 430. 

Όμως την δεκαετία του '90 οι συνθήκες στην εγχώρια αγορά αυτοκινήτου βελτιώθηκαν και το κλίμα έγινε θετικό για την επιστροφή των κατασκευαστών που είχαν τεθεί εκτός παιχνιδιού τα προηγούμενα χρόνια. Μεταξύ αυτών και η Maserati. To 1990 ιδρύθηκε η "Trident Cars" Α.Ε που ανέλαβε την αντιπροσωπεία της Maserati στην Ελλάδα. H έδρα ήταν επί της Χ. Τρικούπη 141 στη Ν. Ερυθραία. Με διαθέσιμα μοντέλα στα 2.000 cc, το κόστος αγοράς παρέμενε υψηλό αλλά όχι απαγορευτικό για τους λίγους που ήθελαν ένα "καθαρόαιμο" πολυτελές αυτοκίνητο που θα τους επέτρεπε να ξεχωρίζουν από το πλήθος. Και όπως αποδείχθηκε, αρκετοί  ήταν διατεθειμένοι να επενδύσουν ένα σεβαστό ποσό στα ιταλικά αυτοκίνητα με σήμα την τρίαινα. 



Το 1991 ταξινομήθηκαν στην χώρα μας 13 Maserati. Tην ίδια χρονιά η Lotus πέτυχε τον ίδιο αριθμό πωλήσεων, με τα βρετανικά σπορ αυτοκίνητα να διατίθενται μέσα από το δίκτυο της "Trident Cars" A.E. Ελαφρώς βελτιωμένη ήταν η επίδοση της Maserati στην χώρα μας το 1992, με συνολικά 15 αυτοκίνητα. Όμως οι πωλήσεις της ιταλικής φίρμας εκτινάχθηκαν το 1993, με 54 μονάδες (+260%)!. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό για αυτοκίνητα σε αυτή την κατηγορία τιμής, εκείνη την εποχή. Επιπλέον η Maserati κατέγραψε πωλήσεις για όλους τους μήνες του έτους. Ήταν η μοναδική φίρμα πολυτελείας που είχε επιτύχει κάτι τέτοιο στην χώρα μας εκείνη την περίοδο, κάτι που έκτοτε το επανέλαβε ακόμα μια φορά το 2003, αλλά με πολύ χαμηλότερες πωλήσεις ανά μήνα και συνολικά 15 μονάδες για όλο το έτος. Είναι γεγονός ότι το 1993 ένα ιταλικό αυτοκίνητο με κινητήρα V6 απόδοσης 240 ίππων από 2.000 cc και αρχική τιμή στα 15.000.000 δραχμές περίπου (224/422), δύσκολα άφηνε αδιάφορο κάποιον με την απαραίτητη οικονομική άνεση. H 2λιτρη Ghibli V6 απέδιδε 305 ίππους από τα ίδια κυβικά, με επιτάχυνση 0-100 σε μόλις 5.7" και στοίχιζε γύρω στα 23.000.000 δραχμές, τιμή μάλλον "λογική" για ένα τέτοιο αυτοκίνητο. Εκείνη την περίοδο η Porsche διέθετε στο ίδιο εύρος τιμής την 968 CS Coupe, με απόδοση 240 ίππους από 3.000 cc. Τα επόμενα χρόνια οι πωλήσεις της Maserati επέστρεψαν σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα, όμως παρέμειναν αναμφίβολα ικανοποιητικές για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς. Στην γκάμα της Maserati προστέθηκε η Quattroporte (4η γενιά), που συνδύαζε την δυναμική σχεδίαση και την πολυτέλεια με τις επιδόσεις του V6 κινητήρα στα 2.000 cc, με απόδοση 287 ίππους και 0-100 σε 5.9". Από άποψη τιμής το συγκεκριμένο μοντέλο είχε να ανταγωνιστεί στην χώρα μας premium προτάσεις πιο mainstream κατασκευαστών σε υψηλότερη κατηγορία κυβισμού (π.χ BMW 728i), αλλά και τις πιο προσιτές εκδόσεις της Jaguar XJ στα 3.200 cc. 

Το 1998 ήταν η χρονιά με τις λιγότερες πωλήσεις της δεκαετίας, με μόλις 10 μονάδες, όμως στο σύνολο της εξεταζόμενης περιόδου η Maserati διέθεσε στην χώρα μας συνολικά 200 αυτοκίνητα. Το νούμερο αφορά το διάστημα 1991-1999, είναι άγνωστο αν διατέθηκε μικρός αριθμός αυτοκινήτων το 1990 (δεν βρέθηκαν στοιχεία). Έως τότε ήταν αδιανόητη μια τέτοια επίδοση για έναν κατασκευαστή σαν την Maserati στην ελληνική αγορά αυτοκινήτου. Καλή ήταν η εικόνα και για την Lotus, που επίσης πέτυχε αξιόλογες πωλήσεις για τα δεδομένα της εποχής (κυρίως χάρη στην μικρή Elan), όμως ήταν πίσω από την Maserati. H μοναδική φίρμα υψηλού κόστους που πέτυχε περσισσότερες πωλήσεις ήταν η Jaguar, που όμως είχε γνωρίσει καλές μέρες στην χώρα μας και στο παρελθόν (δεκαετία '60 & 70), ενώ απευθυνόταν σε ένα κοινό που έδινε μεγαλύτερη σημασία στο πρεστίζ και την πολυτέλεια. Πάντως η Jaguar πέρασε μπροστά σε πωλήσεις από το 1995 και μετά. Έως σήμερα, η δεκαετία του '90 αποτελεί την καλύτερη περίοδο για την Maserati στην Ελλάδα. Ακόμα και την "χρυσή" δεκαετία που ακολούθησε, οι πωλήσεις της ήταν μεν ικανοποιητικές, όμως δεν έφτασαν τα επίπεδα των 90s, εφόσον στο διάστημα 2000-2009 διατέθηκαν στην χώρα μας συνολικά 152 Maserati. 

Σήμερα η "Trident Cars" συνεχίζει να εκπροσωπεί την Maserati στην χώρα μας (όπως και τις Lotus  & Lamborghini). Η προηγούμενη δεκαετία υπήρξε υποτονική για την Maserati, λόγω της οικονομικής κρίσης, ενώ τρεις χρονιές οι πωλήσεις της ήταν μηδενικές (2012, 2013, 2015). Από το 2022 έχει βελτιώσει αισθητά την εικόνα της στην εγχώρια αγορά, με 22 μονάδες έναντι 6 το προηγούμενο έτος. Το 2023 οι πωλήσεις της ανήλθαν σε 47 μονάδες. Στους εννέα πρώτους μήνες του 2024 πέτυχε 14 πωλήσεις, με τις 12 να αφορούν την Grecale. 






Β.Α
Έρευνα: Hellenic Motor History © (2024)
Στοιχεία πωλήσεων: ΣΕΑΑ