Πολλά έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί σχετικά με την ελληνική αυτοκινητοβιομηχανία. Όλες οι προσπάθειες για την δημιουργία μονάδων παραγωγής οχημάτων στην χώρα μας είχαν την ίδια κατάληξη, με αποτέλεσμα την απουσία οποιασδήποτε ανάλογης δραστηριότητας σήμερα στην Ελλάδα. Υπήρξαν βέβαια αξιόλογες και ελπιδοφόρες περιπτώσεις εταιρειών που πρόλαβαν και άφησαν έντονο το στίγμα τους στην εγχώρια κατασκευή αυτοκινήτων, όμως όλες είχαν το ίδιο άδοξο τέλος. Ορισμένες από αυτές αφορούσαν σημαντικές επενδύσεις, ενώ υπήρξαν και άλλες που έμειναν στα χαρτιά. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η μονάδα κατασκευής αυτοκινήτων των Peugeot-Renault, στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ήταν ένα από τα φιλόδοξα σχέδια της χούντας των Συνταγματαρχών για μεγάλες επενδύσεις στην χώρα μας. Η ανέγερση του εργοστασίου θα γινόταν στην βιομηχανική περιοχή του Βόλου και παρά το γεγονός ότι τον Μάιο του 1972 έγινε η επίσημη τελετή θεμελίωσης (!), στην συνέχεια το θέμα έγινε... σήριαλ. Το θέμα του εργοστασίου των γαλλικών εταιρειών στην χώρα μας δεν είναι κάτι το άγνωστο βέβαια. Όμως εδώ θα δούμε τι ακριβώς αφορούσε η συγκεκριμένη επένδυση. Να σημειωθεί ότι το καθεστώς της χούντας δεν αρκέστηκε σε μια απλή τελετή θεμελίωσης για τα μάτια του κόσμου (όπως συνήθιζε) αλλά υπήρξε υπογραφή σύμβασης, ενώ σχετικά με την ίδρυση του εργοστασίου δημοσιεύτηκε το Βασιλικό Διάταγμα 656 "Περί εγκρίσεως εισαγωγής κεφαλαίων εκ του εξωτερικού, δυνάμει του Ν.Δ. 2687/53, παρά της Εταιρείας AUTOMOBILE PEUGEOT και της REGIE NATIONALE DES USINES RENAULT (R.N.U.R) δια την ίδρυσιν και λειτουργίαν βιομηχανικού συγκροτήματος παραγωγής επιβατηγών αυτοκινήτων, εις την βιομηχανικήν περιοχήν Βόλου" (ΦΕΚ 218 - 27/10/1971).
Το Β.Δ. 656 ενέκρινε εκ μέρους των δύο εταιρειών την εισαγωγή κεφαλαίων στην Ελλάδα, ύψους τουλάχιστον $3.000.000, για την ίδρυση και λειτουργία του εργοστασίου, από κοινού με Έλληνες επενδυτές τους οποίους θα υποδείκνυε το Ελληνικό Δημόσιο (!). Η προμήθεια των διαφόρων εξαρτημάτων θα γινόταν αρχικά από το εξωτερικό και στην συνέχεια προβλεπόταν σταδιακά η κατασκευή τους στην Ελλάδα (άρθρο 1, παρ. 1). Κατά το πρώτο στάδιο υπήρχε πρόβλεψη για την ανέγερση εργοστασίου ετήσιας μέγιστης δυναμικότητας 15.000 επιβατικών αυτοκινήτων, εκ των οποίων τα μισά Peugeot και τα άλλα μισά Renault, με δυνατότητα τροποποίησης στην κατανομή της παραγωγής. Υπήρχε πρόβλεψη για την κατασκευή τεσσάρων τύπων οχημάτων. Ο πρώτος τύπος αφορούσε αυτοκίνητα με κυλινδρισμό 800 cc περίπου, ο δεύτερος τύπος με κυλινδρισμό 1.000 cc περίπου, ο τρίτος τύπος με κυλινδρισμό 1.300 cc και ο τέταρτος τύπος με κυλινδρισμό 1.700 cc περίπου.
Oι δύο τύποι αυτοκινήτων αφορούσαν μοντέλα της Peugeot και οι άλλοι δύο μοντέλα της Renault και θα υπήρχε δυνατότητα παραγωγής σε διάφορες εκδοχές τους, όπως station wagon, van και pickup. Το Β.Δ. απέκλειε την περίπτωση παραγωγής φορτηγών και λεωφορείων. Το πρώτο έτος λειτουργίας του εργοστασίου η παραγωγή θα έφτανε τις 10.000 μονάδες ενώ από το δεύτερο έτος θα ήταν εφικτή η παραγωγή στο σύνολο της δυναμικότητας, δηλαδή 15.000 μονάδες (άρθρο 1, παρ. 2). Το συνολικό ύψος της επένδυσης, μετά την χρήση των εγχώριων κεφαλαίων μπορούσε να ανέλθει στα $6.700.000 τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένου του οικοπέδου ανέγερσης του εργοστασίου. Οι κατασκευαστές είχαν την δυνατότητα εισαγωγής επιπλέον κεφαλαίων, κατόπιν σχετικής αίτησης στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, με σκοπό την αύξηση της ετήσιας δυναμικότητας έως 75.000 αυτοκίνητα.
Το άρθρο 2 αναφέρει την υποχρέωση των κατασκευαστών για την σύσταση εντός έξι μηνών της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας, από κοινού με τους Έλληνες επενδυτές. Η διάρκεια της νέας εταιρείας που θα προέκυπτε είχε διάρκεια τριάντα ετών, με δυνατότητα χρονικής παράτασης μετά από απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων. Η έδρα θα ήταν στην Αθήνα και το μετοχικό κεφάλαιο ορίστηκε στα $2.000.000. Το 51% του μετοχικού κεφαλαίου κάλυπταν οι Έλληνες επενδυτές ($1.020.000) και το υπόλοιπο 49% ($980.000), καταμεριζόταν ως εξής:
α) Ποσοστό 7.5% και $150.000 από την εταιρεία AUTOMOBILES PEUGEOT. β) Ποσοστό 7.5% και $150.000 από την REGIE NATIONALE DES USINES RENAULT. γ) Ποσοστό 34% και $680.000 από ξένους επενδυτές "τούτων εξευρισκομένων μερίμνη και ευθύνη της Εταιρείας AUTOMOBILES PEUGEOT και της REGIE NATIONALE DES USINES RENAULT και εγκρινομένων εγγράφως υπό του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας". Στο άρθρο 6 η νέα εταιρεία αναλάμβανε την υποχρέωση για την εκπαίδευση του μεγίστου αριθμού ελληνικού εργατικού δυναμικού, στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Με εξαίρεση την περίοδο ανέγερσης του εργοστασίου, το ποσοστό του ξένου προσωπικού σε ανώτερες διοικητικές και τεχνικές θέσεις δεν μπρούσε να υπερβαίνει το 15% επί του συνόλου για τα τρία πρώτα έτη λειτουργίας, το 8% τα επόμενα τρία έτη και το 3% μεταγενέστερα (παρ. 1 & 2).
Η εγχώρια προστιθέμενη αξία των αυτοκινήτων θα ήταν αρχικά στο 25% τουλάχιστον, ενώ με την προοπτική παραγωγής άνω των 15.000 μονάδων το ποσοστό θα έπρεπε να προσεγγίζει το 45%, το 55% για παραγωγή άνω των 30.000 μονάδων, το 65% άνω των 45.000 μονάδων και έως το 80% για παραγωγή 75.000 μονάδων (άρθρο 7, παρ. 1 & 2). Η εταιρεία είχε την υποχρέωση να τηρήσει τα παραπάνω ποσοστά, με την προϋπόθεση ότι οι Έλληνες προμηθευτές θα ήταν σε θέση να εφοδιάζουν το εργοστάσιο με τα απαραίτητα μέρη σε τιμές αποδεκτές και σε ποιότητα αποδεκτή από τους κατασκευαστές.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της δυναμικότητας του βιομηχανικού συγκροτήματος θα ακολουθούσε την πραγματική ανάπτυξη της ελληνικής αγοράς αυτοκινήτου, σύμφωνα με το άρθρο 8 (παρ. 1). Πάντως οι εμπλεκόμενοι στην επένδυση είχαν την υποχρέωση να "καταβάλλουν κάθε προσπάθεια" για την ετήσια παραγωγή 75.000 αυτοκινήτων Peugeot και Renault, εντός οκτώ ετών από την έναρξη λειτουργίας (δηλαδή έως το 1980 περίπου). Απαραίτητος όρος για το παραπάνω ήταν πως ο συνολικός αριθμός ταξινομήσεων επιβατικών αυτοκινήτων στην Ελλάδα θα έφτανε τουλάχιστον τις 150.000 μονάδες. Προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυναμικότητα αλλά και τα ποσοστά εγχώριας προστιθέμενης αξίας, όπως ορίζονται από το Β.Δ, δεν θα γινόταν χορήγηση άδειας λειτουργίας άλλης βιομηχανικής μονάδας παραγωγής επιβατικών αυτοκινήτων από 500 cc έως 2.500 cc, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Στην συνέχεια προβλέπεται η κατά το συντομότερο δυνατόν προμήθεια διαφόρων μερών από Έλληνες προμηθευτές, ενώ στην παράγραφο 3 αναφέρονται συγκεκριμένα εξαρτήματα τα οποία θα μπορούσαν να αγοράζονται από εγχώριες εταιρείες "εντός συντόμου χρόνου".
To Β.Δ 656 καλύπτει το σύνολο των οικονομικών, κατασκευαστικών και εμπορικών παραμέτρων λειτουργίας του εργοστασίου, σε συνολικά 25 άρθρα. Ενδιαφέρον έχει η πρόβλεψη για εξαγωγές αυτοκινήτων, στο άρθρο 9. "Οι Κατασκευασταί και η Νέα Εταιρεία θα πράξουν παν το δυνατόν δια να αναπτύξουν τας εξαγωγάς μέρους της παραγωγής της Νέας Εταιρείας". Για την πραγματοποίηση εξαγωγών σε οποιαδήποτε χώρα θα έπρεπε να υπάρχει η έγγραφη συγκατάθεση των κατασκευαστών, δηλαδή των Peugeot και Renault.
Σε κάθε περίπτωση η συνέχεια κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρα ήταν. Το Β.Δ. και οι συμβάσεις μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Γάλλων κατασκευαστών παρέμειναν σε... θεωρητικό επίπεδο. Μετά από καθυστερήσεις και "επαναδιαπραγματεύσεις", φτάσαμε στην μεταπολίτευση όπου γράφτηκε ο επίλογος και κάθε ελπίδα για την ανέγερση του εργοστασίου είχε εξανεμιστεί. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας η Ελλάδα κατήγγειλε την σύμβαση που είχε υπογράψει η χούντα, στα πλαίσια της πολιτικής αναθεωρήσεως των συμβάσεων του στρατιωτικού καθεστώτος. Τον Σεπτέμβριο του 1975 οι Peugeot & Renault σχεδιάζαν να στείλουν αντιπροσωπεία στην Αθήνα ώστε να ζητήσουν το $1.500.000 της εγγύησης που είχαν καταβάλει για την καλή εκτέλεση της σύμβασης, εφόσον θεωρούσαν την ελληνική πλευρά ως υπαίτια για την ματαίωση της σύμβασης. Παράλληλα το θέμα είχε ανατεθεί στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για γνωμάτευση. Οι τίτλοι τέλους είχαν ήδη πέσει.