Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017
Τα ταξί Checker στην Ελλάδα
Κυριακή 23 Ιουλίου 2017
Από τα Datsun στα... Nissan
Σάββατο 22 Ιουλίου 2017
Η ελληνική αγορά αυτοκινήτου το 1979. Tα νέα φορολογικά μέτρα προκαλούν σοκ στην αγορά, με σημαντικές απώλειες.
Το 1979 ήταν μια δύσκολη χρονιά για την ελληνική αγορά αυτοκινήτου. Και αυτό, διότι η ελληνική κυβέρνηση επέβαλε τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς σημαντικές αυξήσεις στις εφάπαξ εισφορές και τους δασμούς. Ουσιαστικά οι επιβαρύνσεις στα νέα αυτοκίνητα διπλασιάστηκαν και οι τελικές τιμές πώλησης εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Τα νέα μέτρα ίσχυαν από τις 4 Ιουλίου 1979. Αυτό, μεταξύ άλλων, ήταν και μια προσπάθεια για τον περιορισμό των εισαγωγών, λόγω της διόγκωσης στο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών. Η φορολογία των επιβατικών αυτοκινήτων εκείνη την εποχή, βασιζόταν στο νόμο 363/76.
Βάσει αυτού, ο φόρος κατανάλωσης προβλεπόταν στις
23 δραχμές ανά κυβικό εκατοστό για αυτοκίνητα έως 1.200 κ.εκ, στις 28 δραχμές
ανά κυβικό εκατοστό έως τα 1.800 κ.εκ και στις 40 δρχ σε αυτοκίνητα άνω των
1.800 κ.εκ. Για τα επιβατικά αυτοκίνητα δασμολογητέας αξίας άνω των 50.000 δρχ. προβλεπόταν
προσαύξηση 2% ανά επιπλέον 1.000 δραχμές. Με τα νέα μέτρα, ο φόρος
κατανάλωσης είχε προσαύξηση κατά 4% ανα 1.000 δρχ, για δασμολογητέα αξία άνω
των 25.000 δρχ (!).
Επιπλέον, ίσχυσε αύξηση κατά 100% της εφάπαξ
εισφοράς των επιβατικών αυτοκινήτων (αλλά και των μοτοσυκλετών).
Έτσι, για αυτοκίνητα έως 1.200 κ.εκ. η εισφορά
αυξήθηκε από 50 δρχ. ανά κυβικό εκατοστό, σε 100 δραχμές. Για αυτοκίνητα από
1.200 έως 1.800 κ.εκ. από 100 δραχές πήγε στις στις 200 δρχ ανά κυβ. εκατοστό.,
ενώ αντίστοιχες αυξήσεις υπήρξαν και για αυτοκίνητα άνω των 1.800 ε.εκ.
Η πωλήσεις νέων επιβατικών αυτοκινήτων το 1979 στη χώρα μας ανήλθαν σε 88.372 μονάδες, πτώση -26% σε σχέση με το 1978.
Ο μεγαλύτερος όγκος των πωλήσεων πραγματοποιήθηκε στο πρώτο εξάμηνο του έτους, πριν την επιβολή των νέων μέτρων.
Το μεγαλύτερο ποσοστό αφορούσε αυτοκίνητα έως 1.200 κ.εκ, ενώ ακολουθούσαν αυτά στα 1.300 κ.εκ., με σημαντική διαφορά.
Πρώτη σε πωλήσεις το 1979 αναδείχθηκε η Fiat με συνολικά 10.839 αυτοκίνητα και ποσοστό 12.3%. Η ιταλική εταιρεία πρωταγωνιστούσε άλλωστε κατά την δεκαετία του '70 στην χώρα μας.
Τη πρώτη τριάδα συμπλήρωσαν, κατά σειρά, η Opel με 8.302 πωλήσεις (9.4%) και η Ford με 8.127 πωλήσεις (9.2%).
Οι τρεις αυτές εταιρείες κυριάρχησαν στην ελληνική αγορά και κατά το προηγούμενο έτος.
Στη πρώτη δεκάδα της κατάταξης βρέθηκε η ιταλική Autobianchi (10η), χάρη στο μικρό "Α112", ενώ την προηγούμενη χρονιά είχε βρεθεί οριακά εκτός, τερματίζοντας ενδέκατη. Παράλληλα αύξησε το ποσοστό της στο 3.8% από 3.3% που ήταν το 1978 αν και είχε απώλειες στις πωλήσεις της, που όμως περιορίστηκαν στο -5.1%.
Οι πωλήσεις ιαπωνικών αυτοκινήτων στην Ελλάδα το 1979, ανήλθαν στις 15.093 μονάδες, με ποσοστό 17.1%, ενώ τα προερχόμενα από τη Δυτική Ευρώπη ανήλθαν σε 60.139 μονάδες, με ποσοστό 68.1%. Επιπλέον, διατέθηκαν 9.963 αυτοκίνητα από την Ανατολική Ευρώπη, που κάλυψαν το 11.3% της αγοράς.
Τρίτη 18 Ιουλίου 2017
Η ιστορία της Toyota στην Ελλάδα. Σύντομη αναδρομή στην πορεία της ιαπωνικής φίρμας, που επικράτησε στην εγχώρια αγορά αυτοκινήτου.
Περί τις αρχές του 1962 ακολούθησε η Toyota. Την αντιπροσωπεία ανέλαβε η "ΦΙΝΕΛΚΟ" Α.Ε. που ίδρυσε ο Τζώνυ Πεσμαζόγλου. Ο Πεσμαζόγλου ήταν γνωστός από την ενασχόλησή του με την "ΕΛΦΙΝΚΟ" Α.Ε που έφερνε στην χώρα μας τα Opel, Chevrolet και Cadillac, αλλά και την συμμετοχή του σε αγώνες αυτοκίνητου που του χάρισε πολλές διακρίσεις.
H κεντρική έκθεση βρισκόταν στη Πλατεία Κάνιγγος. Αρχικά η παρουσία της στην ελληνική αγορά ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένη. Εκείνη τη πρώτη περίοδο, η Toyota διέθετε στην εγχώρια αγορά το επιβατικό μοντέλα "Tiara" στα 1.500 cc (10 φορ. ίπποι), το μικρό δίθυρο "700" στα 700 cc και το μεγάλο "Crown" στα 1.900 cc. Υπήρχαν επιπλέον το ημιφορτηγό "Stout" και το πετρελαιοκίνητο φορτηγό έξι τόνων της Toyota. Στην Ελλάδα το "Crown" προωθήθηκε κυρίως ως ταξί.
Η αντιπροσωπεία άλλαξε χέρια το φθινόπωρο του 1965 και τα ηνία πήρε ο Κωνσταντίνος Κασιδόπουλος (1936-1976) μετά την ίδρυση της "Κασιδόπουλος Ανώνυμος Εμπορική Εταιρεία Αυτοκινήτων" με κεφάλαιο 5.000.000 δραχμές. Τα γραφεία και η έκθεση ήταν αρχικά στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας 28, ενώ στην Θεσσαλονίκη υπήρξε υποκατάστημα στην Πλατεία Αριστοτέλους 7. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η έδρα της επιχείρησης μεταφέρθηκε επί της Λεωφ. Αθηνών & Κηφισού (γραφεία, πωλήσεις, ανταλλακτικά), όμως διατηρήθηκε η έκθεση στην Λεωφ. Αλεξάνδρας. Στα τέλη του 1971 παρουσίαστηκε στην χώρα μας το σπορ μοντέλο της φίρμας, η θρυλική Toyota Celica στην πρώτη γενιά της με κινητήρα 1.600 cc και απόδοση 115 ίππους.
Εντός του 1965 έκανε την εμφάνισή του στην ελληνική αγορά το μεσαίο οικογενειακό Corona στους 10 φορ. ίππους, ενώ ήταν διαθέσιμο και σε επαγγελματική έκδοση pickup. Πιο σημαντική ήταν η παρουσίαση του μικρομεσαίου Corolla, που ξεκίνησε την πορεία του στην Ιαπωνία περί τα τέλη του 1966 και τα επόμενα χρόνια θα γινόταν παγκόσμιο best seller. To Corolla έφτασε στην Ελλάδα περί τα μέσα του 1967 και αποδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλές. Αρχικά ήταν διαθέσιμο με τον κινητήρα στα 1.100 cc όμως από τις αρχές του 1970 το μοντέλο αναβαθμίστηκε με νέο κινητήρα στα 1.200 cc (ακριβής κυβισμός 1.166 cc έναντι 1.077 cc). Αυτό δεν επηρέασε την θέση της Corolla στην εγχώρια αγορά, εφόσον παρέμεινε στην σημαντική κατηγορία των 8 φορ. ίππων. Tην άνοιξη του 1969 έκανε την εμφάνισή του στην χώρα μας το επαγγελματικό Toyota Hilux, που καθιέρωσε την ιαπωνική φίρμα στην Ελλάδα ως έναν από τους πλέον δυνατούς παίκτες στην κατηγορία των ελαφρών φορτηγών. Οι επόμενες γενιές του Hilux ενίσχυσαν περαιτέρω την θέση της Toyota στα επαγγελματικά οχήματα.
Ο Κασιδόπουλος συνέδεσε το όνομά του με την άνοδο της ιαπωνικής εταιρείας στη χώρα μας και την καθιέρωσή της στη συνείδηση του αγοραστικού κοινού.
Οι πωλήσεις της Toyota παρουσίασαν έντονα ανοδική πορεία από το 1968 και από το 1970 η φίρμα είχε μια δυναμική πορεία στα επιβατικά αυτοκίνητα, που την έφερε στο προσκήνιο της εγχώριας αγοράς. Δυναμική ήταν βέβαια η παρουσία της και στα επαγγελματικά οχήματα, η αγορά των οποίων γνώριζε ραγδαία ανάπτυξη εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Tην άνοιξη του 1978 ξεκίνησε στην χώρα μας η διάθεση του μικρού Toyota Starlet, με hatchback αμάξωμα 3 ή 5 θυρών και κινητήρα στα 1.000 cc (υπήρχε και η έκδοση station wagon). Το καλοκαίρι του 1980 παρουσίαστηκε στην ελληνική αγορά η τέταρτη γενιά Corolla, αυτή την φορά με βασικό κινητήρα στα 1.300 cc (9 φορ. ίπποι).
Το 1986 ήταν η τελευταία χρονιά συνεργασίας της Toyota με την "Κασιδόπουλος" AEBE, έχοντας συμπληρώσει περισσότερα από είκοσι χρόνια κοινής πορείας. Το 1987 η αντιπροσωπεία είχε περάσει στον έλεγχο της "Toyota Ελλάς" AΒΕΕ, με έδρα επί της Λεωφ. Κηφισού 168. Το 1989 η Toyota κατέκτησε για πρώτη φορά την πρώτη θέση στις πωλήσεις επιβατικών αυτοκινήτων. Πέρα από την αξιοπιστία των προϊόντων της, σημαντικό ρόλο στην επιτυχία έπαιξε και η πολιτική της εταιρείας στην εξυπηρέτηση των πελατών μετά την πώληση (after sales service).
H Toyota διέγραψε μια εξαιρετική πορεία στην Ελλάδα κατά την δεκαετία του '90 χάρη στα Starlet, Corolla και Carina. Aπό το 1993 άφησε οριστικά πίσω της την Nissan, απέναντι στην οποία είχε γίνει έντονα ανταγωνιστική από τα τέλη της δεκαετίας του '80. Την ίδια χρονιά κατέκτησε την κορυφή και η Corolla ήταν το best seller της ελληνικής αγοράς. Εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε ακόμα σκληρό ανταγωνισμό από άλλους κατασκευαστές (π.χ Fiat, Hyundai) όμως τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει ως ηγετική δύναμη στην εγχώρια αγορά, με μόνιμη παρουσία στην κορυφή.
Κυριακή 16 Ιουλίου 2017
Tα πρώτα βήματα των αυτοκινήτων της Νότιας Κορέας στην Ελλάδα: Hyundai & Saehan
Η Hyundai ξεκίνησε την κατασκευή αυτοκινήτων το 1967, με τη παραγωγή μοντέλων της Ford κατόπιν αδείας. Τον Οκτώβριο του 1974 παρουσίασε το πρώτο μοντέλο εξελιγμένο από την ίδια. Ήταν το Hyundai Pony. Οι εξαγωγές της Hyundai στην Ευρώπη ξεκίνησαν το 1978, με την Ελλάδα να αποτελεί μια από τις ευρωπαϊκές αγορές που κυκλοφόρησε αρχικά το Pony (123). Τα πρώτα αυτοκίνητα της εταιρίας, ήρθαν στη χώρα μας τον Ιανουάριο εκείνου του έτους. Η παρουσίαση έγινε με κορεάτες εκπροσώπους, όπως ο Διευθύνων Σύμβουλος της Hyundai.
Την αντιπροσωπεία είχε αναλάβει η "Καπιτσίνας A.E.Ε.Α" (αργότερα Α.Ε.Β.Ε) . Σε αυτή συμμετείχαν οι αδελφοί Καπιτσίνα, Αναστάσιος, Δημήτρης, Μιχαήλ & Κωνσταντίνος, καθώς και ο Έκτωρ Συκιώτης. Η έδρα της επιχείρησης στην Αθήνα βρισκόταν στη Λ. Κηφισού 174, ενώ στη Θεσσαλονίκη ήταν Γράμμου Βίτσι 38. Το Pony κυκλοφόρησε με τον κινητήρα στα 1.238 κ.εκ.
Οι πωλήσεις της στα επιβατικά αυτοκίνητα παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα (κάτω του 1%), παρά τις αρκετά ανταγωνιστικές τιμές τους. Αρκετά καλύτερες ήταν οι επιδόσεις της στα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα (Pony Pickup), στα πρώτα χρόνια παρουσίας της στη χώρα μας.
H "Καπιτσίνας" εκπροσωπούσε τη μάρκα έως το 1990, αν και η Hyundai ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτη στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του '80, όσον αφορά τα επιβατικά της μοντέλα.
Το 1990 την αντιπροσωπεία ανέλαβε η "HYUNDAI ΕΛΛΑΣ Π&Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ", με τις πωλήσεις από το δίκτυό της να ξεκινάνε τον Οκτώβριο εκείνου του έτους. Ήδη το πρώτο χρόνο πλήρους διάθεσης τους, το1991, από την εν λόγω επιχείρηση, οι πωλήσεις της υπερβαίνουν τις 8.000 μονάδες και η Hyundai βρίσκεται μέσα στις 10 πρώτες σε πωλήσεις εταιρίες. Εκείνη την εποχή διαθέτει το Excel σε 3θυρες, 5θυρες και 4θυρες εκδόσεις, το S Coupe και το μεγάλο Sonata 1.8. Έκτοτε η Hyundai θα είναι από τους πρωταγωνιστές στην ελληνική αγορά, καταλαμβάνοντας έως και τη 1η θέση των πωλήσεων.
Στη χώρα μας ήταν διαθέσιμα δύο μοντέλα. To επιβατικό Saehan Bird και το φορτηγό ενός τόνου Saehan Max.
To Bird βασιζόταν στη πλατφόρμα της G.M που μοιράζονταν και τα Opel Kadett και Isuzu Gemini. Ο κινητήρας του ήταν 1.492 κ. εκ. απόδοσης 73 ίππων (SAE). Το γεγονός ότι βρισκόταν στη κατηγορία των 10 φορολογίσιμων ίππων, έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα για το μικρό sedan. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην ελληνική αγορά, προωθήθηκε κυρίως ως ταξί.
Aντιπροσωπεία της Saehan ήταν αρχικά η "STAFO Α.Ε", με έδρα στην Αχαρνών 376. Το υποκατάστημα Θεσσαλονίκης βρισκόταν στην οδό Μοναστηρίου 110.
Σύντομα, το 1979, την αντιπροσωπεία αναλαμβάνει η "Κοπελούζος Α.Ε", που διέθετε καταστήματα σε Αθήνα (Μιχαλακοπούλου 141), Θεσσαλονίκη (Μοναστηρίου 28), Πάτρα και Λάρισα.
Στα τέλη του 1980, η Seahan αλλάξε πάλι χέρια και την διάθεσή τους ανέλαβε η "ΕΛΒΑΤ Α.Ε.Β.Ε", με έδρα στη Λεωφ. Κηφισού 170. Στη συγκεκριμένη επιχείρηση μετείχε και η ΣΤΑΚΟΡ (γνωστή από τα Ford).
Η Saehan μετονομάστηκε επισήμως σε Daewoo τον Ιανουάριο του 1983, συνεχίζοντας να κατασκευάζει οχήματα σε συνεργασία με την G.M.
Η εισαγωγή των κορεάτικων αυτοκινήτων διακόπηκε, ενώ τα Daewoo θα εμφανιστούν στην Ελλάδα περί τα μέσα της δεκαετίας του '90.
Οι πωλήσεις της Saehan παρέμειναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα όσον αφορά τα επιβατικά, ενώ πολύ καλύτερες ήταν οι επιδόσεις της στα ελαφρά φορτηγά.
Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017
Η ΕΛΦΙΝΚΟ παρουσίαζει στην ελληνική αγορά: Opel Rekord
Το 1961 διέθετε τα περισσότερα σε κυκλοφορία επιβατικά αυτοκίνητα στη χώρα μας, με 7.696 μονάδες. Έως το τέλος της δεκαετίας του '60 βρισκόταν στη πρώτη ή τη δεύτερη θέση με τα περισσότερα αυτοκίνητα στους ελληνικούς δρόμους, όσον αφορά τα επιβατικά, συναγωνιζόμενη τη Ford.
Έτσι, δεν ήταν αδιάφορο γεγονός, για το εγχώριο αγοραστικό κοινό, η παρουσίαση ενός νέου μοντέλου της Opel.
Αντιπροσωπεία των γερμανικών αυτοκινήτων του ομίλου της General Motors, ήταν η ΕΛΦΙΝΚΟ Α.Ε με έδρα στη Πλατεία Κάνιγγος.
Ένα από τα επιτυχημένα μοντέλα της Opel στην Ελλάδα, τις δεκαετίες του '50 & '60, ήταν το μεσαίο-μεγάλο οικογενειακό Rekord, το οποίο η Ελφίνκο προωθούσε τη δεκαετία του '60 και ως ταξί.
Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017
Η ιστορία της Audi και της NSU στην Ελλάδα. Η παρουσία τους στην εγχώρια αγορά και οι επίσημοι εισαγωγείς των δύο εταιρειών στην χώρα μας.
Το βασικό μοντέλο εκείνη την εποχή ήταν το "3=6" στους 6 φορολογήσιμους ίππους.
Mέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50 η DKW είχε περάσει στον έλεγχο της Mercedes-Benz οπότε και την αντιπροσωπεία στη χώρα μας ανέλαβε η "Μ.Κ. Φωστηρόπουλος" Α.Ε.Ε. Οι Φωστηρόπουλοι ήταν εισαγωγείς της Mercedes στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του '30 αλλά το όνομα είναι γνωστό και από τη "ΒΙΑΜΑΞ" Α.Ε (Βιομηχανία Αμαξωμάτων) που ίδρυσε ο Μιχάλης Κ. Φωστηρόπουλος το 1956.
Τότε η DKW διέθετε το "1000", μια αναβαθμισμένη έκδοση του "3=6" με μεγαλύτερο κινητήρα και το νέο δίχρονο "Junior" ένα επίσης μικρό δίπορτο αλλά με σύγχρονη σχεδίαση μοντέλο.
Το όνομα της Audi ήρθε ξανά στην προσκήνιο όταν η DKW πέρασε στον έλεγχο της Volkswagen, στα μέσα της δεκαετίας του '60. Εν τω μεταξύ, το 1963 είχε παρουσιαστεί το DKW F-102 που αντικατέστησε τα ξεπερασμένα "1000" & "1000 S". Παρά το γεγονός ότι ήταν ένα σύγχρονο σχεδιαστικά αυτοκίνητο, εξακολουθούσε να κινείται από έναν δίχρονο κινητήρα σε μια εποχή που το αγοραστικό κοινό είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τέτοιες επιλογές. Κατά συνέπεια, οι πωλήσεις του παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα.
Η Volkswagen επιδίωκε την χρήση τετράχρονων κινητήρων. Έτσι, στα τέλη του 1965 παρουσίασε ένα νέο μοντέλο με βάση το F-102 αλλά με βελτιωμένη σχεδίαση και τετράχρονους κινητήρες. Αυτό ήταν και το πρώτο σύγχρονο Audi, εφόσον το όνομα της Auto Union/DKW καταργήθηκε.
Αρχικά παρουσιάστηκε απλά σαν "Audi" με κινητήρα στα 1695 cc και η "Μ.Κ. Φωστηρόπουλος" διατήρησε την επίσημη αντιπροσωπεία στην Ελλάδα, ως ο πρώτος εισαγωγέας των σύγχρονων Audi στην εγχώρια αγορά.
Λίγο αργότερα, εμπλουτίστηκε με μια σειρά από κινητήρες διαφορετικού κυβισμού και ιπποδύναμης. Έτσι, ήδη στα τέλη του 1966 ήταν διαθέσιμο και στη χώρα μας ως Audi "72", "80" & "90" με κλασικό αμάξωμα και variant (station wagon). Το καλοκαίρι του 1968 παρουσιάστηκε στην χώρα μας και η μικρότερη έκδοση "60", με κινητήρα στα 1.496 cc (10 φορ. ίπποι).
Η Volkswagen εξαγόρασε την NSU το 1969 και προχώρησε στην συγχώνευση με την Audi, δημιουργώντας την "Audi-NSU". Στα πλαίσια της νέας στρατηγικής, πλέον τα αυτοκίνητα των δύο εταιρειών έπρεπε να είναι διαθέσιμα μέσα από το ίδιο δίκτυο αντιπροσώπων.
Στην χώρα μας αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μεταβιβαστεί το 1970 η αντιπροσωπεία της Audi στην "Aλεξ. Μανιατόπουλος-Γ. Βαγιωνής & Σια" Α.Ε, που εκπροσωπούσε την NSU στην Ελλάδα ήδη από το 1963. Ο Αλέξανδρος Μανιατόπουλος και ο Γ. Βαγιωνής ήταν οι ιδρυτές της "MAVA" A.E., που μετά από αρκετά χρόνια ανέλαβε στη χώρα μας τα Renault.
Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο συνέχισε τη κατασκευή μοτοσυκλετών (από το 1946), όμως έπρεπε να φτάσει το 1957 για να επιστρέψει στο χώρο του αυτοκινήτου. Πρώτο μοντέλο ήταν το Prinz, ένα μικρό δίπορτο αυτοκινητάκι 600 cc.
Το 1961 παρουσιάστηκε το Prinz4, πάλι με τον αερόψυκτο κινητήρα 600 κ.εκ. τοποθετημένο πίσω (όπως και στη πρώτη γενιά). Απέδιδε 30 ίππους και το αμάξωμα των 3.44 μέτρων ζύγιζε μόλις 565 κιλά! Το ίδιο μοτέρ φόραγε και το Sport Prinz Coupe που είχε παρουσιαστεί λίγο νωρίτερα, το 1960.
Το 1963 η NSU παρουσιάσε, το "1000" με κινητήρα 996 cc απόδοσης 40 ίππων και μεγαλύτερο αμάξωμα. Το 1964 παρουσίασε το Prinz Spider, την ανοικτή έκδοση του coupe, που όμως είχε κινητήρα Wankel.
To 1965 έκαναν την εμφάνισή τους τα Prinz 1000 TT και από το 1967 τα 1200 ΤΤ. Αυτό είχε μοτέρ 1.172 cc. απόδοσης 64 ίππων με δύο μονά καρμπυρατέρ. Όμως υπήρξε και η έκδοση TTS με το μικρότερο μοτέρ των 996 cc και απόδοση 70 ίππων, χαρίζοντας εξαιρετικές επιδόσεις για το κυβισμό του, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι ζύγιζε μόλις 700 κιλά. Αυτές οι εκδόσεις υπήρξαν μια πολύ καλή βάση για συμμετοχή σε αγώνες αυτοκινήτου. Σε συνδυασμό με το καλό στήσιμο που διέθεταν στο δρόμο, τα ΤΤ & ΤΤS διακρίθηκαν στις πίστες τις δεκαετίες του '60 και '70 σε Ελλάδα και εξωτερικό. Το 1965 η NSU παρουσίασε και το Typ110. Βασιζόταν στο "1000", όμως διέθετε μεγαλύτερες διαστάσεις (μήκος 4 μέτρα) και πιο σύγχρονη εμφάνιση. Ο κινητήρας ήταν 1.085 cc. και εξακολουθούσε να βρίσκεται τοποθετημένος πίσω, ενώ το αμάξωμα ήταν αποκλειστικά δίπορτο. Από το 1967 το Typ110 ήταν διαθέσιμο με μοτέρ στα 1.177 cc απόδοσης 55 ίππων και έφερε την ονομασία "1200C".
Στην Ελλάδα ελάχιστα Ro80 κυκλοφόρησαν, με δεδομένο ότι ήταν ένα πολύ ακριβό αυτοκίνητο. Ιδιοκτήτρια ενός τέτοιου μοντέλου στη χώρα μας ήταν η ηθοποιός Χριστίνα Σύλβα. Η επίσημη παρουσίασή του στην ελληνική αγορά έγινε στα τέλη Μαρτίου 1968, σε εκδήλωση που διοργάνωσε η αντιπροσωπεία στο ξενοδοχείο Χίλτον.
Τα επόμενα χρόνια το πλέον εμπορικό μοντέλο της φίρμας στην χώρα μας σταθερά το πιο προσιτό Audi "80". Η δεύτερη γενιά του μοντέλου (1978) ήταν σημαντικά αναβαθμισμένη σε όλους τους τομείς. Διέθετε αμάξωμα με αυξημένες διαστάσεις, όμως ο βασικός κινητήρας εξακολουθούσε να είναι στα 1.300 cc, κάτι που αποτελούσε πλεονέκτημα στην ελληνική αγορά. Στη χώρα μας παρουσιάστηκε επίσημα τον Φεβρουάριο του 1979.
Σήμερα την αντιπροσωπεία Audi εξακολουθεί να έχει η "Kosmocar" A.E. με τη γερμανική εταιρεία να διαθέτει μια καλή παρουσία στην αγορά τα τελευταία χρόνια, έχοντας διευρύνει σημαντικά τη γκάμα της. Ήδη το 1996 είχε παρουσιάσει το Audi A3, που αποτέλεσε την αρχή για παρουσία της φίρμας στις μικρότερες κατηγορίες.
Σάββατο 8 Ιουλίου 2017
Ιούλιος 1980: αυξήσεων συνέχεια...
Τον Ιούλιο του 1980 νέες αυξήσεις σημειώθηκαν στις τιμές των αυτοκινήτων. Οι ανατιμήσεις αυτές κυμάνθηκαν γύρω στο 10% - 12%. Το γεγονός αυτό ήρθε να επιβαρύνει την ήδη άσχημη κατάσταση της αγοράς, μετά το διπλασιασμό των φόρων, τον Ιούλιο του 1979. Έτσι μέσα σε ένα μόλις έτος, οι λιανικές τιμές των επιβατικών Ι.Χ γνώρισαν άνοδο της τάξης του 70% - 80%, ακόμα και στις μικρές κατηγορίες χαμηλού κυβισμού. Πάντως, τον Ιούλιο του '80, σε ορισμένες περιπτώσεις μοντέλων μεγαλύτερου κυβισμού , οι αυξήσεις έφτασαν και το 30 ή 40% !
Σημαντική ήταν και η επιβάρυνση στη συντήρηση ενός αυτοκινήτου, ενώ υπολογίζεται ότι στο ίδιο 12μηνο, τα έξοδα κίνησης ήταν αυξημένα κατά 22% (αύξηση τιμής της βενζίνης).
Ενδεικτικό είναι ότι ένα Audi 80 L 1.3, τον Μάιο του 1979, προ διπλασιασμού των φόρων, κόστιζε 499.356 δρχ. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, μετά την αύξηση των φόρων, κόστιζε 788.030 δρχ. Έως τον Ιούλιο του 1980 η τιμή του είχε διαμορφωθεί στις 873.561 δρχ, ενώ τον Αύγουστο είχε πλέον 971.150 δρχ.
Τρίτη 4 Ιουλίου 2017
Triumph 2000 TC, 40 χρόνια μετά.
Σαν σήμερα: ο διπλασιασμός στη φορολογία των αυτοκινήτων, το 1979
Με απόφαση της κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 100% η εφάπαξ εισφορά των επιβατικών αυτοκινήτων που τίθονταν για πρώτη φορά σε κυκλοφορία, αλλά και των μοτοσυκλετών. Κατά συνέπεια, οι τιμές των νέων αυτοκινήτων εκτοξέυτηκαν στα ύψη, μέσα σε μια νύχτα.
Επιπλέον αυξήθηκαν κατά 200% τα τέλη χαρτοσήμου για τη μεταβίβαση αυτοκινήτων όλων των κατηγοριών.
Βάσει της απόφασης, δεν υπήρξε μεταβατική διάταξη, που σημαίνει ότι τα μέτρα εφαρμόστηκαν άμεσα.
Αυτές αφορούσαν τα αυτοκίνητα των Δ.Υ. που είχαν αγοραστεί και τεθεί σε κυκλοφορία στο εξωτερικό (εξαιρούνταν των αυξήσεων έως τις 31/12/1979), καθώς και όσων είχαν παραδοθεί υπό το καθεστώς του Α.Ν. 89/1967 και 378/1968 (περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι Αλλοδαπών Εμποροβιομηχανικών Εταιρειών), με τη προϋπόθεση ότι ο εκτελωνισμός θα γινόταν έως τις 13 Σεπτεμβρίου 1979.
Κατά τα άλλα, όσοι τυχεροί είχαν εκδόσει τραπεζικές επιταγές ή είχαν ταξινομήσει αυτοκίνητο έως τις 3 Ιουλίου 1979, γλύτωσαν την φοροεπιδρομή.
Σημαντική ήταν η πτώση στην αγορά αυτοκινήτου, κατά το 2ο εξάμηνο του έτους. Συνολικά για το 1979, οι εισπράξεις του Δημοσίου από φόρους στα αυτοκίνητα, έφτασαν τα 15.470 δις δραχμές.
Photo: Toyota Κανελλόπουλος, Μιχαλακοπούλου 35 (τέλη 70s)
Σάββατο 1 Ιουλίου 2017
Πετρελαιοκίνηση στα ταξί
Έτσι, στην αγορά έκαναν την εμφάνισή τους μια σειρά απο μοντέλα diesel, που απευθύνονταν στους επαγγελματίες του χώρου.
Εταιρίες που πρωταγωνίστησαν στο καινούργιο -τότε- κομμάτι της αγοράς ήταν, ο Θεοχαράκης (Nissan), ο Κασιδόπουλος (Τoyota), η KOSMOCAR (Volkswagen - Audi) και η ΕΛΦΙΝΚΟ (Opel) . Παρουσία είχε (παραδοσιακά) και η Mercedes με τα "200D" & "240D" καθώς και μερικές ακόμα εταιρίες, όπως η Ford.