Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Φορολογία ιδιωτικών αυτοκινήτων: Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εναντίον Ελλάδος (Μέρος δεύτερο)

 


Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος έγινε αναφορά σχετικά με τα προβλήματα που δημιούργησε στην Ελλάδα η φορολογική πολιτική για το ιδιωτικό αυτοκίνητο, σε σχέση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η υπόθεση C-132/88 έκλεισε στις 5 Απριλίου 1990, με την απόφαση να ευνοεί την χώρα μας. Όμως σύντομα, στις 23 Οκτωβρίου 1990, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε νέα προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. Το αίτημα ήταν να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε θεσπίσει διαφορετικούς κανόνες για τον υπολογισμό της βάσης επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ανάλογα αν τα αυτοκίνητα εισάγονταν από άλλα κράτη μέλη ή κατασκευάζονταν στην Ελλάδα. Και σε αυτή την περίπτωση (υπόθεση C-327/90), η Επιτροπή ανέφερε ότι η χώρα μας παραβίαζε το άρθρο 95 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. 

Tο ζήτημα ήταν ο ειδικός φόρος κατανάλωσης ο οποίος είχε θεσπιστεί στην Ελλάδα με το νόμο 363/76 και αφορούσε τα ιδιωτικά αυτοκίνητα, είτε ήταν εισαγωγής, είτε ελληνικής συναρμολόγησης. Όμως η επιτροπή εστίασε και στο νόμο 1583/85 που αφορούσε την τελωνειακή επίβλεψη και στο φορολογικό καθεστώς των αυτοκινήτων εγχώριας παραγωγής. Σύμφωνα με αυτόν, τα παραγόμενα στην Ελλάδα αυτοκίνητα υπάγονταν στον ειδικό φόρο κατανάλωσης που ίσχυε και για τα εισαγόμενα από το εξωτερικό αντίστοιχα αυτοκίνητα. Όμως, για την διαμόρφωση της φορολογητέας αξίας ο υπολογισμός γινόταν βάσει της τιμής "ex factory" που υπήρχε στον κατάλογο που υπέβαλλαν οι αυτοκινητοβιομηχανίες στην αρμόδια επιτροπή (άρθρο 4, παρ. 2). Οι φορολογικές επιβαρύνσεις που ενσωματώνονταν στο κόστος παραγωγής, δεν αποτελούσαν στοιχείο διαμόρφωσης της τιμής του αυτοκινήτου. Το άρθρο 3 (παρ. 1) όριζε πως οι πρώτες ύλες που εισήγαγαν από το εξωτερικό ή παραλάμβαναν από το εσωτερικό οι αυτοκινητοβιομηχανίες, απαλλάσονταν από κάθε φορολογική επιβάρυνση, με εξαίρεση τους δασμούς που επέβαλε η κοινοτική νομοθεσία για τις προερχόμενες από τρίτες χώρες. Το βασικό θέμα ήταν, λοιπόν, η εφαρμογή δύο διαφορετικών μεθόδων για τον υπολογισμό της βάσεως επιβολής του φόρου μεταξύ των εισαγόμενων και των ελληνικής κατασκευής αυτοκινήτων. Η Επιτροπή έκρινε πως η διάκριση αυτή αφορούσε κυρίως το γεγονός της επιβολής μιας κατ'αποκοπή προσαύξησης της φορολογητέας αξίας κατά 21% ή 23.2%, στα εισαγόμενα αυτοκίνητα. 




Στις 18 Οκτωβρίου 1988 η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία ότι θεωρεί το διαφοροποιημένο σύστημα φορολόγισης αντίθετο προς το άρθρο 95, επισημαίνοντας πως τα αυτοκίνητα ελληνικής συναρμολόγησης είχαν συστηματικά ευνοϊκή μεταχείρηση έναντι των εισαγόμενων από τα άλλα κράτη μέλη. Η δυσμενής αυτή διάκριση δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί αντικειμενικά,  ενώ δεν παρέλειψε να αναφέρει πως τα αυτοκίνητα ελληνικής κατασκευής φορολογούνταν βάσει πραγματικών δεδομένων, σε αντίθεση με τα εισαγόμενα. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με έγγραφό της στις 5 Ιανουαρίου 1989, διευκρινίζοντας ότι η κατ'αποκοπή προσαύξηση κατά 21% ή 23.2% αφορούσε τη μείωση επί της τιμής χονδρικής πώλησης του κατασκευαστή στον αντιπρόσωπο-εισαγωγέα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δαπάνες (marketing, service κλπ), καθώς και την προμήθεια που εισέπραττε ο αποκλειστικός εισαγωγέας που μεσολάβησε στην αγορά αυτοκινήτων απευθείας από το εργοστάσιο. Στην συνέχεια δικαιολόγησε την απουσία προσαύξησης για τα αυτοκίνητα εγχώρια κατασκευής, στο γεγονός ότι η αυτοκινητοβιομηχανία στην χώρα μας δεν ήταν αρκετά ανεπτυγμένη, καθώς και στο ότι τα ελληνικά εργοστάσια πωλούσαν απευθείας στον τελικό καταναλωτή, χωρίς την μεσολάβηση τρίτων. Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσαύξηση δεν ήταν υπερβολικά υψηλή, ισχυριζόμενη ότι στην πραγματικότητα η φορολογητέα αξία των αυτοκινήτων ελληνικής συναρμολόγησης ήταν κατά κανόνα μεγαλύτερη από αυτή βάσει της οποίας υπολογιζόταν ο φόρος επί των εισαγόμενων. Στις 7 Ιουλίου 1989 η Επιτροπή εξέδωσε έγγραφο οχλήσεως, στο οποίο υποστήριζε πως  η προσαύξηση 21% ή 23.2% υπερέβαινε εμφανώς την διαφορά μεταξύ της τιμής "ex factory" και της τιμής χονδρικής πώλησης και κατά συνέπεια κατέληγε σε βαρύτερη φορολογία για τα εισαγόμενα αυτοκίνητα. Επισήμανε εξάλλου ότι δεν έκρινε ως ικανοποιητικά τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς. 

Το δικαστήριο έβγαλε την απόφαση για την υπόθεση C-327/90, στις 12 Μαΐου 1992. Αυτή την φορά η Ελλάδα δεν φαίνεται να έπεισε, χάνοντας την υπόθεση. Μεταξύ άλλων, το δικαστήριο έκρινε ότι "η Ελληνική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι το σύστημα φορολογίας που εφαρμόζει έχει διαρρυθμιστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείει εν πάση περιπτώσει το ενδεχόμενο να φορολογούνται τα εισαγόμενα αυτοκίνητα βαρύτερα από τα κατασκευαζόμενα στην Ελλάδα". Κατά συνέπεια αποφάσισε πως η χώρα μας παρέβη τις υποχρεώσεις της σε σχέση με το άρθρο 95, θεσπίζοντας διαφορετικούς κανόνες για τα εγχώρια αυτοκίνητα. 

Πριν εκδοθεί η απόφαση για την C-327/90, η Ελλάδα ήρθε ξανά αντιμέτωπη με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αυτή την φορά στο στόχαστρο της επιτροπής είχε βρεθεί το νέο φορολογικό σύστημα που ίσχυσε για τα αυτοκίνητα από το 1989 και άλλες διατάξεις που ακολούθησαν. Η χώρα μας κατηγορήθηκε για διακρίσεις και παράβαση του άρθρου 95, για ακόμα μια φορά. Περισσότερα, στο τρίτο -και τελευταίο- μέρος του αφιερώματος. 





Β.Α
 Έρευνα: Hellenic Motor History © (2021)
Πληροφορίες (πηγή): eur-lex.europa.eu
Φωτογραφίες: Les Walsh (Αθήνα 1985), TEOCAR S.A 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου