Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Τα ιαπωνικά αυτοκίνητα στην ελληνική αγορά την δεκαετία του '80. H oλομέτωπη επίθεση, η εντυπωσιακή άνοδος, η υποχώρηση και η επικράτηση των Nissan & Toyota.






Τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην ελληνική αγορά, στις αρχές της δεκαετίας του '60. 
Από εκείνη την εποχή πολλά έχουν αλλάξει. Τα πρώτα χρόνια η παρουσία τους στην χώρα μας ήταν ασήμαντη. Άλλωστε εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν τα μοντέλα από τις ήδη καθιερωμένες ευρωπαϊκές φίρμες . 
Όμως σημείωσαν σημαντική άνοδο στην εγχώρια αγορά, την περίοδο 1968-1969. 
Στην πρώτη γραμμή στάθηκαν δύο εταιρείες: η Datsun και η Toyota. Ήταν οι πρώτες made in Japan φίρμες που ήρθαν στην Ελλάδα (μαζί με την Prince). 
Έως το 1970 διέθεταν στην γκάμα τους μια πλήρη σειρά μοντέλων, με ποικιλία κινητήρων και αμαξωμάτων. Την Datsun εκπροσωπούσε η επιχείρηση "Νικ. Ι. Θεοχαράκης" Α.Ε, από το 1961. Επίσημος εισαγωγέας της Toyota ήταν o Κώστας Κασιδόπουλος, από το 1965 (τα πρώτα Toyota ήρθαν στην Ελλάδα το 1962 από τον Τζώνυ Πεσματζόγλου). 
Παράλληλα, έως τα τέλη της δεκαετίας του '60 είχε συμπληρωθεί το "καρέ", με όλες τις ιαπωνικές εταιρείες διαθέσιμες πλέον στους Έλληνες υποψήφιους αγοραστές. Αυτές ήταν οι Daihatsu, Mazda, Mitsubishi, Honda, Subaru και Suzuki, αλλά και κάποιες μικρότερες όπως η Isuzu και η Hino, την οποία ανέλαβε ο Ηλίας Καμμένος το 1965.

Τα πρώτα πραγματικά αισιόδοξα μηνύματα ήρθαν με την είσοδο της δεκαετίας του '70, τουλάχιστον για τους δύο μεγάλους ιάπωνες κατασκευαστές. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '70, οι Datsun και Toyota είχαν σταθεροποιήσει την θέση τους ως δυνατοί παίκτες στην εγχώρια αγορά. 
Ήταν όμως η δεκαετία του '80 που αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας για την επικράτησή τους στην χώρα μας. 

Το 1980 ξεκίνησε η λειτουργία της μονάδας συναρμολόγησης αυτοκινήτων της Datsun-Nissan στον Βόλο (ΤΕΟΚΑΡ). Αυτό το γεγονός έδωσε σημαντική ώθηση στην εταιρεία, εφόσον η εγχώρια προστιθέμενη αξία των μοντέλων ελληνικής παραγωγής τα έκανε περισσότερο δελεαστικά στο αγοραστικό κοινό. Αυτό είχε μεγαλύτερη σημασία εκείνη την εποχή, με δεδομένη την υψηλή φορολογία στα επιβατικά αυτοκίνητα. Το αποτέλεσμα ήταν πως η Datsun κατέλαβε την πρώτη θέση των πωλήσεων με ποσοστό 17.6%. Ήταν η πρώτη φορά που μια ιαπωνική εταιρεία βρέθηκε στην κορυφή της ελληνικής αγοράς. Πέρα από την επιτυχία του Θεοχαράκη, είναι σημαντικό το γεγονός ότι, επίσης για πρώτη φορά, στο ελληνικό top 10 είχαν παρουσία έξι ιαπωνικές εταιρείες! 
Το αποτέλεσμα αυτό δεν ήταν τυχαίο. Τα αμέσως επόμενα χρόνια φάνηκε ξεκάθαρα ότι οι τάσεις είχαν πλέον αλλάξει. Εκτός από την φήμη περί αξιοπιστίας που είχαν αποκτήσει τα ιαπωνικά μοντέλα, στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά αυτοκινήτου των 80s, το "πακέτο" που προσέφεραν οι ιάπωνες ήταν κατά κανόνα πιο δελεαστικό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. 
Αυτό σημαίνει "περισσότερο αυτοκίνητο" για τα χρήματα που έδινε ο αγοραστής, τα οποία εκείνη την εποχή δεν ήταν και λίγα. Οι ιαπωνικές προτάσεις είχαν ανταγωνιστικές τιμές, με καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά (συναρμολόγηση, υλικά κλπ), αποδοτικούς κινητήρες και καλό επίπεδο βασικού εξοπλισμού. Όπως δείχνουν και τα στοιχεία, αυτό έστρεψε ένα σημαντικό ποσοστό σε αυτές της προτάσεις, αγνοώντας  κάποιες από τις αδυναμίες που ακόμα υπήρχαν, κυρίως σε θέματα χώρων και άνεσης ή σε δυναμικά χαρακτηριστικά που διέθεταν αντίστοιχα ευρωπαϊκά μοντέλα (οδική συμπεριφορά). 
Το 1980 τα ιαπωνικά αυτοκίνητα στην χώρα μας είχαν μερίδιο 49.7% με 17.758 μονάδες, έναντι 42.3% και 15.111 μονάδων των αυτοκινήτων της Δυτικής Ευρώπης. Η σύγκριση είναι συντριπτική όταν δούμε τις εισαγωγές ανά χώρα ξεχωριστά. Η Γερμανία ήρθε στην δεύτερη θέση της γενικής κατάταξης, με συνολικά 4.634 μονάδες (13.0%). Να σημειωθεί ότι παρά την σημαντική πτώση της αγοράς κατά 60% εκείνη την χρονιά, οι πωλήσεις των ιαπωνικών αυτοκινήτων κινήθηκαν ανοδικά σε σχέση με το προηγούμενο έτος, που είχαν διατεθεί 15.093 μονάδες (17.1%).

Το 1981 η εικόνα της αγοράς παρέμεινε σε γενικές γραμμές η ίδια, με τους Ιάπωνες στο 48.3% έναντι 43.8% των ευρωπαίων και έξι ιαπωνικές εταιρείες στην πρώτη δεκάδα. Ένα χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης ήταν η ζήτηση για πολύ μικρά αυτοκίνητα πόλης, με χαμηλή τιμή αγοράς, χαμηλά έξοδα συντήρησης και κτήσης και χαμηλή κατανάλωση καυσίμων. Τέτοιες προτάσεις είχαν οι ιάπωνες, με μια νέα γενιά μοντέλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Suzuki Alto με 4χρονο κινητήρα 550 cc, στους 4 φορ. ίππους. Η επιτυχία του ήταν τέτοια, που το 1981 η Suzuki κατέλαβε την 5η θέση των πωλήσεων, με 3.686 μονάδες και ποσοστό 7.9%. Tην ίδια χρονιά, οι συνολικές εισαγωγές ιαπωνικών αυτοκινήτων στην κατηγορία των 550 cc, ανήλθαν σε 5.188 μονάδες εκ των οποίων το 62.2% ήταν της Suzuki. Επιτυχία στην κατηγορία σημείωσε και η Daihatsu, η οποία βρέθηκε στην 10η θέση της κατάταξης, με 1.807 μονάδες (3.9%), κυρίως χάρη στο Cuore. 

 
1982.


Tα ποσοστά που πέτυχαν οι ιαπωνικές φίρμες εκείνη την περίοδο στην χώρα μας, ήταν εξαιρετικά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Βέβαια, κατά την δεκαετία του '80 το καθεστώς εισαγωγής αυτοκινήτων από την Ιαπωνία, διέφερε από χώρα σε χώρα. Σε ορισμένες υπήρχαν σημαντικοί περιορισμοί στις εισαγωγές, όπως στην Ισπανία, την Ιταλία και την Γαλλία. Στην τελευταία, υπήρχε το πλαφόν του 3% επί του συνόλου των πωλήσεων. Στην βρετανική και την γερμανική αγορά το καθεστώς δεν έθετε ανάλογους περιορισμούς. Στην περίπτωση της Βρετανίας η Datsun-Nissan βρισκόταν ήδη στην 4η θέση της γενικής κατάταξης. 

Το 1982 η αγορά αυτοκινήτου σημείωσε σημαντική αύξηση κατά 71.0% σε σχέση με το 1981, με συνολικά 79.981 μονάδες. Τα ιαπωνικά αυτοκίνητα προηγήθηκαν με ελάχιστη διαφορά από αυτά της Δυτικής Ευρώπης, με 46.0% και 36.758 μονάδες, έναντι 45.8% και 36.610. Αύξηση κατέγραψαν τα αυτοκίνητα της Ανατολικής Ευρώπης. 
Μετά από δύο χρόνια συνεχούς παρουσίας στην κορυφή, η Nissan αρκέστηκε στην 2η θέση με ποσοστό 12.5%. Πάντως υπήρξε άνοδος εταιρειών που έως τότε αποτελούσαν τους δευτεραγωνιστές στην αγορά αυτοκινήτου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Honda και της Mitsubishi, και οι δύο του ομίλου Σαρακάκη. Η Honda κατέκτησε την τρίτη θέση των πωλήσεων με ποσοστό 9.7%, κάτι που δεν έχει πετύχει ξανά στην χώρα μας. Η Mitsubishi κατάφερε να έρθει στην έκτη θέση με ποσοστό 5.2% μια εξαιρετική επίδοση για μια φίρμα με μέτρια έως τότε παρουσία. Φυσικά από την δεκάδα δεν έλειπε η Toyota με ποσοστό 9.3% (5η), ενώ η Suzuki ήρθε στην 10η θέση με ποσοστό 3.6%.  
Από το 1983 υπήρξε σταδιακά μια μείωση στα ποσοστά των ιαπωνικών αυτοκινήτων. 
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν ήταν πλέον δημοφιλή. Ένας λόγος ήταν η πτώση στην ζήτηση των πολύ μικρών αυτοκινήτων στα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω. Κατά συνέπεια, εταιρείες όπως η Suzuki και η Daihatsu αποδυναμώθηκαν, εφόσον για την επιτυχία τους τα προηγούμενα χρόνια βασίστηκαν ακριβώς σε αυτά τα μοντέλα. Επιπλέον, η άνοδος που σημείωσαν τα ιαπωνικά αυτοκίνητα από το 1980, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν ευρωπαϊκές εταιρείες που παρέμειναν ανταγωνιστικές, όπως για παράδειγμα η Opel με το πολύ δημοφιλές Kadett. Ένας επιπλέον λόγος ήταν η σημαντική άνοδος των "ανατολικών" αυτοκινήτων (Lada, Zastava κ.α), τα οποία "έκλεψαν" από την πίτα των πωλήσεων. Το 1983 σηματοδότησε την αντιστροφή στα ποσοστά, με τους ευρωπαίους να κατέχουν το 45.2% της αγοράς, με 27.818 μονάδες. Οι ιάπωνες πέτυχαν ποσοστό 39.9% με 24.582 μονάδες. Η Nissan όμως ήταν ξανά η Νο 1 σε πωλήσεις εταιρεία ενώ οι εισαγωγές ανά χώρα καθιστούν την Ιαπωνία την πρώτη σε προτιμήσεις των ελλήνων αγοραστών, με δεύτερη την Δυτ. Γερμανία (9.809) και τρίτη την Γαλλία (8.276).

Tην επόμενη διετία στην πρώτη θέση των πωλήσεων βρέθηκε η Opel, χάρη στο ελληνικής συναρμολόγησης Kadett. H Nissan αρκέστηκε στην δεύτερη θέση, ενώ η παρουσία των ιαπώνων στην πρώτη δεκάδα το διάστημα 1984-1985 μειώθηκε στις τρεις εταιρείες, από τέσσερις που ήταν το 1983. Αυτές ήταν -κατά σειρά- οι Nissan, Honda και Toyota. H Honda διατήρησε καλά ποσοστά με την νεότερη γενιά του Civic. Συνολικά, τα ιαπωνικά αυτοκίνητα πέτυχαν 20.286 πωλήσεις το 1984 (30.9%) έναντι 33.527 των ευρωπαϊκών (51.0%). Αντίστοιχα, το 1985 οι πωλήσεις τους ανήλθαν σε 21.650 (27.6%) σε σχέση με τις 40.301 των ευρωπαίων (51.3%). Η Ιαπωνία συνέχισε να είναι η πρώτη χώρα σε εισαγωγές και πωλήσεις στην Ελλάδα, αν και το 1985 βρέθηκε οριακά μπροστά από την Δυτ. Γερμανία. 

Το 1986 η τράπουλα της εγχώριας αγοράς ανακατεύτηκε για ακόμα μια φορά. 
Η Nissan επέστρεψε στην κορυφή με το εξαιρετικό ποσοστό του 17.1%. Όμως στην πρώτη δεκάδα υπήρχαν πλέον μόνον οι δύο "παραδοσιακοί" ιάπωνες, Nissan και Toyota. Οι υπόλοιπες φίρμες έχασαν την δυναμική που ανέπτυξαν στις αρχές της δεκαετίας. Την συγκεκριμένη χρονιά και η Toyota εμφανίζεται αποδυναμωμένη, πετυχαίνοντας "μόλις" 2.240 πωλήσεις και ήρθε στην 9η θέση. Συνολικά τα ιαπωνικά αυτοκίνητα κατέκτησαν το 28.6% με 18.655 μονάδες. 
Αντίθετα, από τις δέκα πρώτες εταιρείες οι τέσσερις ήταν "ανατολικής" προέλευσης, ενώ επιπλέον πάνω από τις μισές πωλήσεις της Citroen αφορούσαν το Axel, με προέλευση από την Ρουμανία. Συνολικά, το 1986 οι προσιτές προτάσεις των Ανατολικών κατείχαν το 24.9% της αγοράς, από το 19.1% που πέτυχαν την προηγούμενη χρονιά. Για να υπάρχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της αγοράς εκείνη την εποχή, τα μοντέλα με προέλευση από την Δυτική Ευρώπη κάλυψαν το 46.3% με 30.205 μονάδες. 
Έως τα τέλη της δεκαετίας, εταιρείες όπως οι Honda, Mitsubishi και Suzuki είχαν μπει σε δεύτερη μοίρα, ενώ η Mazda είχε επίσης μείωση στα ποσοστά της (αν και δεν ανέπτυξε ανάλογη δυναμική για όλο το εξεταζόμενο διάστημα). 
Έως τα τέλη της δεκαετίας του '80, το παιχνίδι ήταν καθαρά στα χέρια της Nissan και της Toyota. 

 

Δύο από τις δημοφιλείς ιαπωνικές προτάσεις την δεκαετία του '80 στην χώρα μας. Το Honda Civic 3ης γενιάς (επάνω) και το Mitsubishi Lancer (κάτω) ήταν διαθέσιμα από το δίκτυο του ομίλου Σαρακάκη. Το πρώτο πέτυχε αρκετά υψηλότερα νούμερα πωλήσεων, όμως και τα δύο χαρακτήρισαν μια ιδιαίτερα καλή περίοδο για τα made in Japan αυτοκίνητα στην εγχώρια αγορά.


To 1987 την αντιπροσωπεία της Toyota είχε αναλάβει ήδη η "Toyota Hellas" Α.Ε . 
Οι πωλήσεις της αυξήθηκαν κατά 107.5% και βρέθηκε στην 2η θέση με ποσοστό 9.3% και 4.704 μονάδες. Η Nissan βρέθηκε για ακόμα μια φορά στην κορυφή, με ποσοστό 17.5% και 8.860 μονάδες. 
Ενδεικτικά, η αμέσως επόμενη πιο δημοφιλής ιαπωνική μάρκα ήταν η Suzuki, που ήρθε στην 14η θέση με 1.303 πωλήσεις (2.6%). Ακολούθησε η Honda με 1.004 πωλήσεις (2.0%), σημειώνοντας πτώση κατά 45.2%. Μείωση είχε και η Mitsubishi (-30.0%), που πέτυχε μόλις 713 πωλήσεις με ποσοστό 1.4%. Συνολικά, τα ιαπωνικά αυτοκίνητα κάλυψαν το 35.1% με 17.720 μονάδες έναντι 45.9% και 23.202 των ευρωπαϊκών (δυτικών). 

Αν όμως το 1987 οι δύο Ιάπωνες είχαν το παιχνίδι στα χέρια τους, το 1988 πραγματικά κυριάρχησαν. Η μεταξύ τους μάχη για την πρωτιά κρίθηκε κυριολεκτικά στο νήμα. Τον Δεκέμβριο η Nissan πέρασε μπροστά, κερδίζοντας τον αγώνα με μόλις...35 μονάδες διαφορά. Οι πωλήσεις των Nissan και Toyota ανήλθαν σε 8.899 και 8.864 μονάδες αντίστοιχα, με το ποσοστό τους στο 15.4%. Ο ανταγωνισμός παρακολούθησε το ντέρμπι από απόσταση, με την 3η σε πωλήσεις Lada να κατέχει το 6.9% με 3.971 μονάδες. 
Η ιαπωνική παρουσία στο σύνολο της αγοράς αυξήθηκε στο 38.9%, με 22.428 μονάδες. Αντίθετα οι ευρωπαίοι είχαν μικρή αύξηση στις πωλήσεις με 25.441 μονάδες, όμως το ποσοστό τους μειώθηκε στο 44.1%. 
Σε σύγκριση με την κάθε χώρα ξεχωριστά, η Ιαπωνία προηγήθηκε με μεγάλη διαφορά. Η Δυτ. Γερμανία ήταν η 2η στην σειρά με 8.751 μονάδες και η Ιταλία ήρθε στην 3η θέση με 6.131 μονάδες. 

Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του '80. Το 1989 οι Toyota και Nissan συνέχισαν να είναι οι κυρίαρχες δυνάμεις στην ελληνική αγορά αυτοκινήτου. Όμως οι υπόλοιπες ιαπωνικές εταιρείες παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ αντίθετα ορισμένες ευρωπαϊκές πέτυχαν σημαντική άνοδο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Fiat. 
Το αποτέλεσμα ήταν πως, παρά το γεγονός ότι οι συνολικές πωλήσεις στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 48.5%, το όφελος καρπώθηκαν τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα. 
Συγκεκριμένα το ποσοστό του ανήλθε στο 58.7% επί του συνόλου, με 50.304 μονάδες, την στιγμή που τα ιαπωνικά περιορίστηκαν στο 28.6% με 24.477 μονάδες. Τα αυτοκίνητα της Ανατολικής Ευρώπης είχαν επίσης άνοδο στις πωλήσεις τους, διατηρώντας όμως το ίδιο περίπου ποσοστό που είχαν το 1988 (17.0%). 

Την δεκαετία του '80 το ιαπωνικό αυτοκίνητο καθιερώθηκε πλήρως στην συνείδηση των ελλήνων αγοραστών. Σε αυτό συνέβαλαν οι συνθήκες που επικράτησαν εκείνη την περίοδο στην εγχώρια αγορά, αλλά και παράγοντες όπως η καλή φήμη που είχαν αποκτήσει τα προηγούμενα χρόνια καθώς και η συναρμολόγηση των Nissan στην χώρα μας από την ΤΕΟΚΑΡ. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας υπήρξε μια σημαντική αύξηση στην ζήτηση ιαπωνικών αυτοκινήτων, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα ευρωπαϊκά στο σύνολό τους. Αυτό επηρέασε θετικά πολλούς από τους ιάπωνες κατασκευαστές, ειδικά ορισμένους που έως εκείνη την εποχή τα προϊόντα τους στην Ελλάδα δεν είχαν μεγάλη ζήτηση. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας σημειώθηκε σταδιακά η υποχώρηση τους και η επιστροφή τους σε χαμηλά ποσοστά με την επικράτηση και ενίσχυση των δύο "παραδοσιακών" μεγάλων της Ιαπωνίας.  Παράλληλα υπήρξε η επιστροφή των ευρωπαίων στην κορυφή των συνολικών πωλήσεων, όμως η Ιαπωνία παρέμεινε η Νο1 χώρα στις εισαγωγές και πωλήσεις επιβατικών αυτοκινήτων στην Ελλάδα, ενίοτε με σημαντική διαφορά. 
Η ελληνική αγορά ήταν μια από τις πρώτες στην Ευρώπη που έσπασε το "ταμπού" του made in Japan, αρχικά χάρη στις Datsun και Toyota και τα πρώτα γερά θεμέλια μπήκαν κατά την δεκαετία του '70. Το μεγαλύτερο ποσοστό της επιτυχία τους εκείνη την εποχή οφείλεται κυρίως στα μικρά και μικρομεσαία μοντέλα έως 1.300 κ.εκατοστά. 

 
Η δεύτερη γενιά του Ηonda Civic σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην χώρα μας, ειδικά στην 4θυρη έκδοση του. Ήταν το μοντέλο που ανέβασε για πρώτη φορά την Honda στις υψηλότερες θέσεις της ελληνικής αγοράς αυτοκινήτου. 

To Suzuki Alto ευνοήθηκε σημαντικά από την άνοδο της ζήτησης για μικρά αυτοκίνητα πόλης, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Το αποτέλεσμα ήταν να έρθει η Suzuki στο προσκήνιο της εγχώριας αγοράς εκείνη την περίοδο, με υψηλά ποσοστά. 
 
To Toyota Starlet συνέβαλε καθοριστικά στην επιτυχία της Toyota στην χώρα μας, την δεκαετία του '80. Στην φωτογραφία εικονίζεται η δεύτερη γενιά του μοντέλου (1985-1989).
 
To Nissan Sunny ήταν το πλέον επιτυχημένο μοντέλο της ελληνικής αγοράς την δεκαετία του '80. Η γενιά B11 και N13 (φωτογραφία) ήταν ελληνικής συναρμολόγησης, στην μονάδα του Θεοχαράκη στον Βόλο (ΤΕΟΚΑΡ Α.Ε). Το ίδιο και το Cherry με hatchback αμάξωμα, που επίσης σημείωσε επιτυχία. 








B.A
Έρευνα & αρχείο © Hellenic Motor History (2020) 
Στοιχεία πωλήσεων: ΣΕΑΑ  
Επεξεργασία στοιχείων: Hellenic Motor History 

Φωτογραφία Suzuki Alto & Nissan Sunny N13: 4Τροχοί.





Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Ελληνική διαφήμιση της Volvo, το 1985



Διαφημιστική καταχώρηση του Σαρακάκη για το "μικρό" Volvo 340 GL, τον Ιανουάριο του 1985.
Η σουηδική εταιρεία διατηρούσε χαμηλές πωλήσεις στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, εφόσον τα μοντέλα της ανήκαν σε κατηγορίες όχι ιδιαίτερα δημοφιλείς στην εγχώρια αγορά. 
Το συγκεκριμένο μοντέλο ήταν η συνέχεια του Volvo 343, που είχε παρουσιαστεί το 1976 (εξελιγμένο από την ολλανδική DAF). Αρχικά ήταν διαθέσιμο αποκλειστικά με 3θυρο αμάξωμα, όμως σταδιακά απέκτησε 5θυρες και 4θυρες εκδόσεις. Φυσικά υπήρξαν και οι απαραίτητες ανανεώσεις, όμως η βασική σχεδιαστική φιλοσοφία παρέμεινε η ίδια. 
Το 1985, στην χώρα μας ήταν διαθέσιμη αποκλειστικά η 4θυρη έκδοση με τον κινητήρα των 1.397 κυβ. εκατοστών. Στις αγορές του εξωτερικού υπήρχαν παράλληλα οι hatchback εκδόσεις, καθώς και εκδόσεις με μεγαλύτερους κινητήρες. 
Την ίδια χρονιά, οι πωλήσεις καινούργιων αυτοκινήτων στην κατηγορία των 10 φορ. ίππων ανήλθαν σε μόλις 1.749 μονάδες ή το 2% επί του συνόλου της αγοράς. 
Ένας λόγος για την χαμηλή επίδοση ήταν πως, οι επιλογές στην συγκεκριμένη κατηγορία ήταν περιορισμένες και προέρχονταν κυρίως από την Citroen και την Renault (από την οποία προερχόταν ο κινητήρας του Volvo 340). Άλλος λόγος ήταν το σχετικά υψηλό κόστος αγοράς και κτήσης, που καθιστούσε αυτά τα μοντέλα σαν εναλλακτικές premium προτάσεις. 
To 340 1.4 GL πέτυχε στην χώρα μας 257 πωλήσεις, από τις συνολικά 410 της Volvo για το 1985. 
Το μοντέλο συνέχισε να έχει μια υποτονική παρουσία στην ελληνική αγορά έως τα τέλη της δεκαετίας του '80. 




B.A
Αρχείο © Hellenic Motor History (2020) 
Στοιχεία πωλήσεων: ΣΕΑΑ 






Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Παλιά αυτοκίνητα. Νοσταλγία μετά την απόσυρση.



Στις αρχές του 1991 ξεκίνησαν τα κίνητρα για την αντικατάσταση των παλαιών αυτοκινήτων με καινούργια καταλυτικά. Το μέτρο αυτό ήταν απαραίτητο με δεδομένο ότι στην Ελλάδα κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα μεγάλης ηλικίας, ελλειπώς συντηρημένα, ρυπογόνα και χωρίς τις απαραίτητες προδιαγραφές ασφαλείας. 
Η γνωστή μας "απόσυρση" διήρκησε για δύο χρόνια και έβγαλε από την κυκλοφορία εκατοντάδες χιλιάδες "σαράβαλα", που κατέληξαν στην πρέσα. 
Πάντως πολλοί δεν ξέχασαν έτσι εύκολα το παλιό τους αυτοκίνητο, με το οποίο είχαν συμβιώσει για πολλά πολλά χρόνια. 

Με αυτή την διάθεση νοσταλγίας, το περιοδικό "Εικόνες" έκανε ένα αφιέρωμα στα παλιά αυτοκίνητα, έναν περίπου χρόνο μετά το τέλος της "απόσυρσης", στις 19 Ιανουαρίου 1994. Τίτλος: "Παλιά αυτοκίνητα. Νοσταλγία μετά την απόσυρση".
Το περιοδικό δημοσίευσε και φωτογραφίες από "σαραβαλάκια" τα οποία είχαν γλιτώσει από την απόσυρση και τα εντόπισε σε διάφορους δρόμους της Αθήνας. 


"Μεγαλώσαμε ζήσαμε και ταξιδέψαμε μαζί τους. Τα ταλαιπωρήσαμε και μας ταλαιπώρησαν, μερικές φορές: μας "έφαγαν" λεφτά, μας άφησαν ξεκρέμαστους σε κάποιες κρίσιμες στιγμές... Είχαν όμως προσωπικότητα κι ας μην ήταν παρά μόνο απλά, "οικογενειακά" αυτοκίνητα. Τα ξεχώριζες με την πρώτη ματιά ακόμα και με το αυτί, αν ήσουν αρκετά παθιασμένος με αυτά. Τελικά, τα "αποσύραμε" και τελείωσε η ιστορία. Τα νοσταλγεί κανείς άραγε, 
την ώρα που πατάει το κουμπί του συναγερμού στο καταλυτικό του... ;"

Με αυτή την εισαγωγή, το περιοδικό "Εικόνες" μας βάζει αμέσως στο κλίμα. 
Παρά την "απόσυρση" που είχε προηγηθεί, κάποια από τα παλιά μοντέλα μπορούσε κανείς να τα εντοπίσει ακόμα, έστω και σε μικρούς πλέον αριθμούς. 

Το περιοδικό γράφει χαρακτηριστικά: 
"Εμείς, πάντως, κάναμε μια βόλτα στους δρόμους της Αθήνας και φωτογραφίσαμε μερικούς από τους "τετράτροχους φίλους του ανθρώπου" που γλίτωσαν -ως πότε;- την απόσυρση και την πολτοποίηση. Όχι ότι είμαστε αμετανόητοι νοσταλγοί του παρελθόντος. Στο κάτω-κάτω, τα "καταλυτικά" μας είναι έτη φωτός μπροστά από πλευράς άνεσης, ασφάλειας, οικονομίας, επιδόσεων και σεβασμού προς το περιβάλλον...
.............

Αλλά, να, σκεφτήκαμε ότι αυτά εδώ τα αυτοκίνητα του '50 και του '60 με τους εξαψήφιους αριθμούς κυκλοφορίας, δεν θα τα ξαναδούμε -και κάπως μας κακοφάνηκε."   


Στις φωτογραφίες εικονίζονται κατά σειρά (από επάνω προς τα κάτω): Opel Rekord, Morris Minor, Opel Olympia, Fiat 600 (ή Ζastava 750), Austin A40. 
Στην αρχική φωτογραφία εικονίζεται ένα λευκό Peugeot 403, ενώ η φωτογραφία στο μέσον δείχνει ένα Fiat 1300. 

Τα κείμενα από το περιοδικό "Εικόνες" υπογράφει ο Τώνης Μόζερ, ενώ δικές του είναι και οι φωτογραφίες. 


Το Hellenic Motor History αναδημοσιεύει αποσπάσματα από τo ρεπορτάζ και μέρος των φωτογραφιών που το συνοδεύουν. 




Β.Α
  © Hellenic Motor History (2020) 





Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Η Isuzu στην ελληνική αγορά.



Τον Ιανουάριο του 1963, οι αδελφοί Μακριώτη παρουσίασαν στο ελληνικό κοινό τα επαγγελματικά οχήματα της Isuzu Motors (επάνω). Tα επόμενα χρόνια η παρουσία της ιαπωνικής εταιρείας στην Ελλάδα, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τα ελαφρά φορτηγά. Ορισμένα από τα επιβατικά της μοντέλα ήρθαν στην Ελλάδα, όμως χωρίς επιτυχία. 

Oι αδελφοί Μαγκριώτη, Λεωνίδας και Αθανάσιος, είχαν αναλάβει την προηγούμενη χρονιά την αντιπροσωπεία της Prince Motors, μια από τις πρώτες ιαπωνικές φίρμες στην ελληνική αγορά. Οι ίδιοι έφεραν στην χώρα μας και τα μοτοποδήλατα της Bridgestone. Αργότερα ασχολήθηκαν με την επιχείρηση οι Πάρις και Αλκιβιάδης Μαγκριώτης, γιοί του Λεωνίδα Μαγκριώτη. 
H έδρα της επιχείρησης βρισκόταν αρχικά στην οδό Πατησίων 55 και αργότερα στην Λεωφ. Κηφισίας 100. 
Έως τα τέλη της δεκαετίας του '60 η παρουσία της Isuzu στην Ελλάδα ήταν περιορισμένη, με την πλειοψηφία των οχημάτων να είναι ελαφρά φορτηγά και λεωφορεία, ενώ είχαν διατεθεί και κάποια λίγα επιβατικά. 
Τα τελευταία αφορούσαν τα μοντέλα Bellett 1500 και Bellele 2000, στους 10 & 14 φορ. ίππους αντίστοιχα. 

H αγορά των ελαφρών φορτηγών άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία από τις αρχές τις δεκαετίας του '70. 
Σε αυτό τον τομέα κυριαρχούσαν ήδη εταιρείες όπως η Datsun και η Toyota. 
Έως τα μέσα της δεκαετίας του '70 η θέση της Isuzu είχε βελτιωθεί αισθητά, όμως η απόσταση που την χώριζε από τον -ιαπωνικό- ανταγωνισμό ήταν μεγάλη. 
Αντιπροσωπεία ήταν πλέον η "ΕΛΛΗΝΟ-ΙΑΠΩΝΙΚΗ" Α.Ε (αργότερα Α.Ε.Β.Ε), που είχαν ιδρύσει οι αδελφοί Μαγκριώτη με έδρα στην Λεωφόρο Κηφισίας 274, στο Χαλάνδρι. Η επιχείρηση διέθετε υποκατάστημα στην οδό Καλλιρόης 69. 
Στην δημοφιλή κατηγορία των ημιφορτηγών (pickup) η Isuzu είχε διαθέσιμο το μοντέλο του 1 τόννου, "ΚΒ 20". Υπήρχαν ακόμα μοντέλα 2, 2.5 και 5 τόννων, με κινητήρες βενζίνης ή πετρελαίου. 

Την ίδια περίοδο η Isuzu ανήκε πλέον στον όμιλο της General Motors.
Στα τέλη της δεκαετία του '70 η παρουσία της στην εγχώρια αγορά των επαγγελματικών οχημάτων ήταν αξιοπρεπής, χωρίς όμως να πρωταγωνιστεί. 


 



Στις αρχές της δεκαετίας του '80 την κεντρική αντιπροσωπεία της Isuzu ανέλαβε η "General Motors Hellas" ΑΒΕΕ, με έδρα στην Λεωφόρο Κηφισίας & Δελφών, στο Μαρούσι. Στο επίσημο δίκτυο των αντιπροσώπων συνέχισε να έχει δραστηριότητα η "ΕΛΛΗΝΟ-ΙΑΠΩΝΙΚΗ", ενώ σε αυτό προστέθηκε η "ΕΛΦΙΝΚΟ" Α.Ε. 
Η τελευταία έφερνε στην χώρα μας και το ελαφρύ φορτηγό Chevrolet LUV που ήταν μια παραλλαγή του Isuzu Pickup.  

Τον Μάρτιο του 1981 την αντιπροσωπεία των φορτηγών της Isuzu για την Βόρειο Ελλάδα, ανέλαβε η "Μ. Ιωαννίδης" Α.Ε.Β.Ε. 
Για την ακρίβεια, η νέα επιχείρηση είχε παρουσία στους νομούς Έβρου, Ροδόπης, Ξάνθης, Καβάλας, Δράμας, Σερρών, Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Κιλκίς, Πέλλας, Καστοριάς, Ημαθίας, Κοζάνης, Φλώρινας, Γρεβενών, Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας, Πρέβεζας, Άρτας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Λάρισας και Μαγνησίας. Όμως οι δραστηριότητές της εκτείνονταν στην Κέρκυρα, την Λέσβο, την Χίο και την Σάμο. Η έδρα της βρισκόταν επί της Βασ. Όλγας 136, στην Θεσσαλονίκη. 

Το 1986 κυκλοφορούσαν στην χώρα μας λίγο πάνω από 18.000 φορτηγά Isuzu. O αριθμός δεν είναι ασήμαντος, όμως σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με τα περίπου 83.500 επαγγελματικά Datsun-Nissan που υπήρχαν στους ελληνικούς δρόμους την ίδια εποχή, ενώ φυσικά δεν μπορεί να γίνει σύγκριση ούτε με την Toyota.

Γύρω στο καλοκαίρι του 1987 άρχισε στην Ελλάδα η διάθεση του επιβατικού Isuzu Gemini, από την "Μ. Ιωαννίδης" Α.Ε.Β.Ε . 
Το συγκεκριμένο μοντέλο ανήκε στην κατηγορία των 1.300 cc ή 9 φορ. ίππων, όμως από την αρχή φάνηκε πως δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας στην εγχώρια αγορά. Το πρώτο πλήρες έτος διάθεσής του στην Ελλάδα (1988), οι πωλήσεις του Gemini ανήλθαν σε μόλις 130 μονάδες. Ήταν το τελευταίο επιβατικό μοντέλο της Isuzu που εισήχθη επίσημα στην Ελλάδα και ήταν διαθέσιμο την περίοδο 1987-1990. 
Tην ίδια περίοδο στο επίσημο δίκτυο είχε προστεθεί η "Π. Πετρόπουλος" Α.Ε.Β.Ε . 



1987

Μετά από απουσία ετών η Isuzu επέστρεψε στην ελληνική αγορά περί το 2003, με την ανάληψη της επίσημης αντιπροσωπείας από την "Πέτρος Πετρόπουλος". Το 2004 οι πωλήσεις της ανήλθαν σε 709 μονάδες, χάρη στο μοντέλο D-Max, με μερίδιο 3.2% στην αγορά των ελαφρών επαγγελματικών οχημάτων. Το 2005 κατέκτησε την 6η θέση στην γενική κατάταξη, με 1.278 πωλήσεις και 5.5%. Την επόμενη διετία διατήρησε την ανοδική της πορεία. Το 2007 ήρθε στην 5η θέση, με συνολικά 2.004 πωλήσεις και ποσοστό 8.2% . Εώς το 2010 οι πωλήσεις είχαν μειωθεί, ως συνέπεια της πτώσης της αγοράς, όμως την ίδια χρονιά ήρθε στην 4η θέση με ποσοστό 10%, το υψηλότερο έως σήμερα. Έκτοτε η Isuzu διατηρεί ικανοποιητικά ποσοστά στην εγχώρια αγορά. Το 2019 κατέκτησε το 3.0% των επαγγελματικών και ήρθε στην 10η θέση με 240 πωλήσεις. Σήμερα, εκτός από το ανανεωμένο D-Max, η "Πέτρος Πετρόπουλος" Α.Ε.Β.Ε διαθέτει τα μεγαλύτερα φορτηγά Isuzu N-Series καθώς και τα λεωφορεία της φίρμας. H έδρα της αντιπροσωπείας είναι στην Ιερά Οδό 96-104. 

Isuzu D-Max (1η γενιά)




B.A
Έρευνα & αρχείο © Hellenic Motor History (2020) 
Στοιχεία πωλήσεων: ΣΕΑΑ  
Στοιχεία κυκλοφορούντων οχημάτων: ΕΛΣΤΑΤ



Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

H ελληνική αγορά αυτοκινήτου το πρώτο εξάμηνο του 2020



Μετά τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα που κινήθηκε η αγορά αυτοκίνητου το προηγούμενο τρίμηνο, ως αποτέλεσμα των δραστικών μέτρων έναντι της πανδημίας του COVID-19, τον Ιούνιο υπήρξαν τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης. 
Oι πωλήσεις καινούργιων επιβατικών ήταν μειωμένες σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα πέρσι, με τις απώλειες να "περιορίζονται" στο -37.2%. 
Οι ταξινομήσεις ανήλθαν στις 8.249 μονάδες έναντι 13.133 τον Ιούνιο του 2019. Δεδομένων των συνθηκών, το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. 

Στην πρώτη θέση των πωλήσεων βρέθηκε για ακόμα μια φορά η Toyota, με 1.029 μονάδες (12.5%). Η Peugeot ακολούθησε στην 2η θέση, με 849 μονάδες (10.3%), ενώ η Volkswagen κατέλαβε την 3η θέση με 710 μονάδες (8.6%). 
Tην πρώτη πεντάδα συμπλήρωσαν οι Hyundai και Nissan, με 605 και 568 μονάδες αντίστοιχα. Οι ίδιες εταιρείες, με αυτή την σειρά, διαμορφώνουν την κατάταξη της πρώτης πεντάδας για το πρώτο εξάμηνο. 


Στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου, η αγορά παρουσίασε πτώση κατά 44.2% με συνολικά 36.570 μονάδες έναντι 65.557 το πρώτο εξάμηνο πέρσι. Είναι πλέον σαφές ότι η αγορά αυτοκινήτου για το 2020 θα "κλείσει" σημαντικά κάτω από τις 100.000 μονάδες. 
Οι πωλήσεις καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων σημείωσαν πτώση κατά 60.7% τον Μάρτιο, 80.2% τον Απρίλιο και 67.5% τον Μάιο. Αναλυτικότερα, η είκονα της αγοράς σε μηνιαία βάση έχει ως εξής:




Όπως ήδη αναφερθεί πιο πάνω, στην κορυφή των πωλήσεων βρίσκεται η Toyota με συνολικά 5.357 μονάδες και ποσοστό 14.6% στο εξάμηνο. Η επίδοση αυτή δίνει στην ιαπωνική εταιρεία ένα ασφαλές προβάδισμα.  
Η Peugeot συνέχισε την δυναμική της πορεία, διατηρώντας την 2η θέση στην γενική κατάταξη του έτους, με 3.693 μονάδες (10.1%). Στην 3η θέση βρέθηκε η Volkswagen με 3.277 πωλήσεις (9.0%), ενώ με 2.677 μονάδες και 7.2% η Hyundai ήρθε στην 4η θέση. Η Nissan συμπλήρωσε την πρώτη πεντάδα, με 2.214 μονάδες (6.1%), όμως η Opel βρέθηκε να ακολουθεί με μικρή διαφορά πίσω της, με 2.155 μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως να υπάρξει σύντομα ανατροπή στην κατάταξη, με δεδομένη και την δυναμική που φαίνεται ότι διαθέτει το νέο Corsa. 

Αναλυτικότερα, οι πωλήσεις εξαμήνου είναι οι εξής:








B.A
 © Hellenic Motor History (2020) 
Στοιχεία πωλήσεων: ΣΕΑΑ  
Πίνακες & Γράφημα: Hellenic Motor History


Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Η Rover στην ελληνική αγορά (1990-2005).




H βρετανική Rover είχε μια μακρόχρονη παρουσία στον χώρο του αυτοκινήτου. Η πορεία της χαρακτηρίστηκε από σημαντικές αναταράξεις, συγχωνεύσεις, εξαγορές και συνεργασίες, έως το οριστικό τέλος το 2005. 
Η εταιρεία σχεδίασε και κατασκεύασε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά αυτοκίνητα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, μεταξύ των οποίων τα Rover P5, P6 και SD1, ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε τα θρυλικά εκτός δρόμου Land Rover & Range Rover. Τα τελευταία είναι και τα μοναδικά που διατηρούν το όνομα "Rover" ζωντανό, πλέον μέσα από την θυγατρική Jaguar Land Rover Automotive PLC, του ινδικού ομίλου της Tata Motors.

Στην Ελλάδα, εισαγωγέας των αυτοκινήτων Rover την δεκαετία του '50 και του '60 ήταν ο Ιωάννης Φωστηρόπουλος. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 την αντιπροσωπεία είχαν αναλάβει οι αδελφοί Δούκα, γνωστοί και ως αντιπρόσωποι των δημοφιλών βρετανικών αυτοκινήτων Austin και Morris. Λίγο αργότερα, η αντιπροσωπεία πέρασε  στην "Κένταυρος" Α.Ε, παράλληλα με άλλες φίρμες της British Leyland, στην οποία η Rover ανήκε από το 1968. 
Το 1977 η επιχείρηση εξαγοράστηκε από τον Κωνσταντίνο Φωστηρόπουλο και το 1978 ανέλαβε την αντιπροσωπεία των αυτοκινήτων Jaguar, Daimler και Triumph, που επίσης ανήκαν στην British Leyland. Η έδρα της βρισκόταν στην Ιερά Οδό 131. 

Στις αρχές του 1985 η "Κένταυρος" Α.Ε συγχωνεύτηκε με την "BIAMAX" Α.Ε του Κωνσταντίνου Φωστηρόπουλου. Η τελευταία ανέλαβε την επίσημη αντιπροσωπεία της Austin και της Rover στην Ελλάδα.
Εκείνη την εποχή τα βρετανικά αυτοκίνητα ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα στην ελληνική αγορά, με σχεδόν μηδενικά ποσοστά. Επιπλέον ο όμιλος της British Leyland είχε κρατικοποιηθεί το 1975 και στην συνέχεια πέρασε σε φάση αναδιοργάνωσης, μετά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε. Αρκετές φίρμες είχαν ήδη καταργηθεί (Morris, Triumph κ.α), ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '80 δημιουργήθηκε το Austin Rover Group. Έμφαση δόθηκε στα αυτοκίνητα Austin, που στόχευαν στο mainstream κομμάτι της αγοράς, ενώ στην κατηγορία των premium μοντέλων τοποθετήθηκε -παραδοσιακά- η Rover. 

Mε δεδομένο ότι τα αυτοκίνητα της Rover διέθεταν μεγάλους σε κυβισμό κινητήρες, οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική αγορά δεν ευνοούσαν την εισαγωγή τους κατά την δεκαετία του '80. 
Η "ΒΙΑΜΑΧ" A.E επανέφερε δυναμικά στο προσκήνιο τα βρετανικά αυτοκίνητα, με τη νεότερη γενιά μοντέλων της Austin (Metro και Montego). Aπό την γκάμα της Rover το μόνο διαθέσιμο μοντέλο εκείνη την περίοδο (μετά το 1987), ήταν το "216" στην έκδοση Vitesse. To συγκεκριμένο μοντέλο, ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ Rover και Honda. Αποτελούσε μια ανασχεδιασμένη και περισσότερο πολυτελή εκδοχή του μικρομεσαίου Honda Ballade. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε και έκδοση με τον κινητήρα των 1.342 cc της Honda, η "BIAMAX" επέλεξε να εισάγει αποκλειστικά την "γρήγορη" και πιο πλούσια έκδοση, με τον κινητήρα των 1.598 cc της Rover. Η τιμή του ήταν σίγουρα "αλμυρή" όμως δεν φάνηκε να συγκινεί το αγοραστικό κοινό της κατηγορίας, ούτε σε σχέση με ακριβότερα μοντέλα. 


Έως τα τέλη της δεκαετίας του '80 η εταιρεία βρέθηκε για ακόμα μια φορά σε φάση αναδιοργάνωσης. Μετά την εξαγορά της από την British Aerospace το 1988 και την απόσυρση του ονόματος "Austin", η ονομασία "Rover" συνόδευε πλέον όλα τα μοντέλα. Η νέα γενιά της σειράς "200" ήταν διαθέσιμη στην χώρα μας μέσα στο 1990, στις καταλυτικές εκδόσεις με τους κινητήρες στα 1.400 και 1.600 cc και 5θυρο αμάξωμα. Σύντομα την γκάμα συμπλήρωσε η σειρά "400" που δεν ήταν τίποτε άλλο από την 4θυρη εκδοχή της σειράς "200". Tα μοντέλα αυτά ήταν εξελιγμένα σε συνεργασία με την Honda. Διαθέσιμη ήταν και η μικρότερη σειρά "100", η σχεδιαστική εξέλιξη του Austin Metro. 
Ήταν σαφές εξαρχής πως η Rover είχε ως στόχο να τοποθετηθεί στο premium κομμάτι της αγοράς, εφόσον η τιμολογιακή πολιτική των "200"/"400" ξέφευγε αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της κατηγορίας. 
Το νέο ξεκίνημα της εταιρείας στην χώρα μας έγινε δειλά στα μέσα του 1990. Οι πωλήσεις έφτασαν σε ικανοποιητικά επίπεδα από τον Οκτώβριο, ενώ συνολικά ανήλθαν σε 1.017 μονάδες εκείνη τη χρονιά (0.9%). Να σημειωθεί ότι η "BIAMAX" διέθεσε επιπλέον 489 μονάδες από την παλιά σειρά μοντέλων, της πρώην Austin. 


Δεκέμβριος 1990.

Με τα οικονομικά κίνητρα για την απόρσυση των παλαιών αυτοκινήτων, την περίοδο 1991-1992 οι τιμές της Rover έγιναν πιο "ελκυστικές" και τα μικρομεσαία μοντέλα πέτυχαν ικανοποιητικές πωλήσεις. 
Το 1991 το μερίδιο της ανήλθε στο 2.6% με 4.377 μονάδες και κατέλαβε την 18η θέση της γενικής κατάταξης. 
Το 1992 πέτυχε αύξηση των πωλήσεων της κατά 36.2%, με 5.961 μονάδες και μερίδιο 3.0%. Εκείνη την εποχή έκανε την εμφάνισή της στην χώρα μας η ανανεωμένη σειρά "800", στα 2.000 cc. 
Την επόμενη χρονιά οι πωλήσεις της ήταν μειωμένες, ακολουθώντας την γενικότερη τάση της αγοράς μετά το τέλος της "απόσυρσης". Οι απώλειες περιορίστηκαν στο -12.1%, με 5.242 μονάδες, αυξάνοντας το ποσοστό της στο 3.5% ενώ κατέλαβε την 13η θέση της κατάταξης, κερδίζοντας τρεις θέσεις από την προηγούμενη χρονιά. 
Εν τω μεταξύ η γκάμα της σειράς "200" είχε αποκτήσει νέες εκδόσεις, όπως το 3θυρο hatchback, το "214" & "216" Cabrio, αλλά και το σπορ "220 Ti" Coupe. 

Στις αρχές του 1994 η Rover βρήκε καινούργια στέγη, μετά την εξαγορά από την BMW. Η βρετανική εταιρεία έδειχνε να έχει καλές προοπτικές στην ευρωπαϊκή αγορά και οι Γερμανοί ήταν διατεθειμένοι να δώσουν πολλά χρήματα για να την αποκτήσουν. Την άνοιξη του 1993 η Rover είχε ήδη παρουσιάσει άλλο ένα μοντέλο εξελιγμένο σε συνεργασία με την Honda, το "600". Ήταν βασισμένο στο Honda Accord, όμως στην χώρα μας ήρθε περί τα τέλη του 1994, μετά την παρουσίαση της έκδοσης "620 Ti" με τον κινητήρα απόδοσης 200 ίππων της Rover. 
Πάντως οι πωλήσεις της στην χώρα μας, βασίζονταν σε μεγάλο ποσοστό στα μικρομεσαία μοντέλα της. Το διάστημα 1994-1995 τα ποσοστά της μειώθηκαν σε 2.5% και 2.7% αντίστοιχα. 
Αντίθετα, το 1996 αποδείχθηκε μια καλή χρονιά, με την Rover στην 12η θέση της εγχώριας αγοράς (από 15η το 1995) και μερίδιο 4.1%, με 5.603 μονάδες. 
Ήταν η εποχή που η εταιρεία διέθετε το νέο μικρομεσαίο μοντέλο "400" και το μικρότερο, επίσης νέο, "200" (R3) με αμάξωμα 3 ή 5 θυρών. 

Τα επόμενα χρόνια η Rover ακολούθησε πτωτική πορεία. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90 υπήρξε μείωση τόσο σε πωλήσεις όσο και στα ποσοστά της. Σε μια όλο και περισσότερο ανταγωνιστική αγορά, το 1999 το μερίδιό της είχε περιοριστεί στο 1.0%, με μόλις 2.740 μονάδες. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε με τη νέα δεκαετία, εφόσον τα πιο εμπορικά της μοντέλα άρχισαν να δείχνουν τα χρόνια τους. Το μόνο όπλο που διέθεταν ήταν οι διαρκείς ανανεώσεις, κάτι που αποδείχθηκε ανεπαρκές. Μοντέλα όπως το MGF ή το νεότερο πολυτελές "75" εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να δώσουν την απαραίτητη ώθηση στις πωλήσεις. 

Tην άνοιξη του 2000 η BMW ανακοίνωσε ότι θα διακόψει τους δεσμούς της με την Rover, λόγω μιας σειράς προβλημάτων. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής, μεταβίβασε την Land Rover στην Ford για £1.8 δισεκατομμύρια. Η γερμανική εταιρεία κράτησε για τον εαυτό της το concept του νέου MINI, ενώ μετά την αποχώρησή της δημιουργήθηκε το MG Rover Group, από την Phoenix Venture Holdings που ανέλαβε τα ηνία. 
Την ίδια χρονιά η Rover πέτυχε να διατηρήσει το ίδιο ποσοστό στην χώρα μας, όμως από το συνολικά 1.0% μόλις το 0.6% αφορούσε τα επιβατικά μοντέλα της Rover, με 1.756 μονάδες. Το υπόλοιπο των πωλήσεων ήταν τα εκτός δρόμου μοντέλα της Land Rover, με 1.111 μονάδες. Tα βρετανικά αυτοκίνητα διέθετε πλέον η "Intercar" Α.Ε .
Το 2001 το ποσοστό των συνολικών πωλήσεων στα επιβατικά ανήλθε μόλις στο 0.5% της αγοράς, με 1.524 μονάδες. Το επόμενο διάστημα, έως το 2005, η εταιρεία είχε βγει ουσιαστικά εκτός συναγωνισμού. 

Γενικότερα, η πορεία της στην ελληνική αγορά ακολούθησε την πτωτική πορεία που είχε η Rover σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της Μεγ. Βρετανίας. 
Το τέλος της MG Rover ήταν ορατό και πράγματι, έως την άνοιξη του 2005 η εταιρεία κατέρρευσε. Το τέλος ενός ιστορικού ονόματος στην κατασκευή αυτοκινήτων ήταν γεγονός. 


Rover 200 Cabriolet.

Rover 75.

Αναλυτικότερα οι πωλήσεις της Rover/MG Rover στην Ελλάδα, στον πίνακα που ακολουθεί. 

Πωλήσεις της Rover στην Ελλάδα (1990-2005)
Έτος
Πωλήσεις
Ποσοστό
1990
1.017
0.9%
1991
4.377
2.6%
1992
5.961
3.0%
1993
5.242
3.5%
1994
2.816
2.5%
1995
3.428
2.7%
1996
5.603
4.1%
1997
3.637
2.2%
1998
2.963
1.6%
1999
2.740
1.0%
2000
2.867
1.0%
2001
1.524 
0.5%
2002
883
0.3%
2003
594
0.2%
2004
826
0.3%
2005
614
0.2%

*Στις πωλήσεις του 1990 δεν περιλαμβάνονται αυτές των μοντέλων της Austin. 
Σύνολο πωλήσεων Austin και Rover: 1.506 (1.3%)
*Οι πωλήσεις για το 2000 περιλαμβάνουν τα επιβατικά και τα εκτός δρόμου μοντέλα της Land Rover, με 1.756 και 1.111 μονάδες αντίστοιχα (0.6% & 0.4%).
*Οι πωλήσεις για το διάστημα από το 2001 έως το 2005 αφορούν αποκλειστικά τα επιβατικά μοντέλα της MG Rover Group. Οι ταξινομήσεις της Land Rover δίνονταν ξεχωριστά. 






B.A
Αρχείο © Hellenic Motor History (2020) 
Στοιχεία πωλήσεων: ΣΕΑΑ  





Τα στοιχεία πωλήσεων έχουν παραχωρηθεί στο Hellenic Motor History, από τον ΣΕΑΑ, αποκλειστικά για ενημερωτικό σκοπό. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παρόντος, χωρίς να έχει προηγηθεί η έγκριση του γράφοντα