Σάββατο 27 Αυγούστου 2022
Ελληνικές διαφημίσεις της Datsun από την δεκαετία του '70 (Νικ. Ι. Θεοχαράκης).
Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022
VW - Kosmocar δεκαετία '70. Κοσμογονία νέων μοντέλων χωρίς κοσμοσυρροή νέων πελατών.
Το 1970 η Volkswagen βασιζόταν σε μεγάλο ποσοστό στην επιτυχία του "σκαραβαίου". Στην Δ. Γερμανία ήταν ακόμα το πρώτο σε πωλήσεις μοντέλο, κατέχοντας το 15.6% της αγοράς. Στις Η.Π.Α συνέχιζε ακάθεκτο την επιτυχημένη πορεία του, ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο στα εισαγόμενα αυτοκίνητα. Στην Ελλάδα o "σκαραβαίος" εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, ενώ η παρουσία της Volkswagen ήταν έντονη στους ελληνικούς δρόμους, κατέχοντας την τέταρτη θέση στα κυκλοφορούντα επιβατικά αυτοκίνητα. Μέχρι τα τέλη του 1970 ο αριθμός τους έφτανε τις 22.327 μονάδες, πίσω μόνο από τις Opel, Ford και Fiat. Η επιτυχία του συνεχίστηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια, όμως ήταν πλέον φανερό ότι το θρυλικό μοντέλο ανήκε σε άλλες εποχές, που είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Επιπλέον, τα υπόλοιπα μοντέλα της γκάμας δεν μπορούσαν να δώσουν ώθηση στις πωλήσεις της. Η παρουσίαση του VW K70 που είχε εξελίξει η NSU, δεν συγκίνησε ούτε τους Γερμανούς, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα σύγχρονο σχεδιαστικά αυτοκίνητο με τον κινητήρα τοποθετημένο εμπρός και την μετάδοση της κίνησης στους εμπρός τροχούς.
Στις αρχές του 1971 η "Kosmocar" Α.Ε είχε αναλάβει την επίσημη κεντρική αντιπροσωπεία της Volkswagen στην Ελλάδα, στην θέση της "Αδελφοί Πανά & Σια" Ο.Ε. Η έδρα της "Kosmocar" βρισκόταν επί της οδού Πατησίων 67. Την ίδια εποχή την αντιπροσωπεία Βορ. Ελλάδος είχε η "ΕΤΕΑ", ενώ η γερμανική εταιρεία ήταν ακόμα στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων της ελληνικής αγοράς. Μέχρι το 1973 οι επιδόσεις της παρέμεναν σε ικανοποιητικά επίπεδα, όμως ήταν φανερό πως ο "σκαραβαίος" είχε εξαντλήσει την δυναμική του. Όμως αν μπορούμε να πούμε ότι στην μικρή ελληνική αγορά η πορεία της ήταν σε γενικές γραμμές στάσιμη, στην Γερμανία το φαινόμενο της φθίνουσας πορείας ήταν έντονο, με συνεχείς απώλειες την περίοδο από το 1971 έως το 1973, οπότε έφτασε στα χαμηλότερα επίπεδα για όλη την δεκαετία του '70. Η ανάγκη για μια νέα σειρά σύγχρονων μοντέλων ήταν επιτακτική και η γερμανική εταιρεία δεν άργησε να ανταποκριθεί ώστε να βγει από την δύσκολη θέση που βρισκόταν. Μια νέα εποχή ξεκινούσε με μοντέλα όπως το Passat, το Scirocco και, φυσικά, το Golf. Νέα σχεδιαστική φιλοσοφία δια χειρός Giorgetto Giugiaro και σύγχρονες μηχανολογικές λύσεις, με λίγη βοήθεια από την Audi, η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Volkswagen. Μέχρι τα τέλη του 1975 η "Kosmocar" είχε στις εκθέσεις της μια πλήρη σειρά νέων μοντέλων, που σε τίποτε δεν θύμιζαν το πρόσφατο παρελθόν. Η πρώτη παρτίδα από Volkswagen Golf έφτασε στην χώρα μας μέσα στο πρώτο 15θήμερο Φεβρουαρίου 1975, για επίδειξη στο δίκτυο αντιπροσώπων της εταιρείας. Ακολούθησε έντονη διαφημιστική προώθηση του μοντέλου, το οποίο έθεσε νέα πρότυπα στην κατηγορία του σε όλη την Ευρώπη. O βασικός κινητήρας του Golf ήταν στα 1.100 cc, που το κατέταξε στην πολύ δημοφιλή κλάση των 8 φορ. ίππων. Επιπλέον, τον Δεκέμβριο του 1975 ξεκίνησε στην χώρα μας η προώθηση του μικρότερου Polo, που η Volkswagen είχε "δανειστεί" από την Audi (το Audi 50 κυκλοφορούσε ήδη στην χώρα μας εκείνη την εποχή). Έτσι, η γερμανική φίρμα κάλυψε το κενό στην ανερχόμενη, τότε, κατηγορία των supermini.
Mε αυτά τα δεδομένα θα ήταν ίσως αναμενόμενο πως η Volkswagen θα διέγραφε μια δυναμική πορεία το αμέσως επόμενο διάστημα στην Ελλάδα. Άλλωστε τα μηνύματα από άλλες ευρωπαϊκές αγορές ήταν αισιόδοξα. Αν και σε απόλυτους αριθμούς υπήρξε μια αύξηση των πωλήσεων την περίοδο 1975-1977, πάντως η απόσταση που χώριζε την Volkswagen από τους βασικούς ανταγωνιστές της ήταν μεγάλη και το ποσοστό της απλώς ικανοποιητικό. To 1978 κυκλοφόρησαν τα ανανεωμένα Passat και Scirocco, με βασικούς κινητήρες στα 1.300 & 1.100 cc αντίστοιχα, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1977 είχε παρουσιαστεί στην χώρα μας το VW Derby, δηλαδή η sedan εκδοχή του Polo. Όμως, το '78 οι πωλήσεις της όχι μόνο δεν παρουσίασαν άνοδο αλλά σημείωσαν πτώση -5.3%, με το ποσοστό της στο 2.4% από 3.1% που ήταν την προηγούμενη χρονιά. Η επίδοση αυτή την έριξε στην 13η θέση της γενικής κατάταξης, από την 10η που κατείχε το '77. Eκείνη την περίοδο η "Kosmocar" χρησιμοποιούσε στις καταχωρήσεις της το σλόγκαν "πρόκληση για σύγκριση", όμως φαίνεται πως δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Η υποχώρηση της Volkswagen σημειώθηκε σε μια χρονιά που η αγορά αυτοκινήτου είχε αύξηση 21% και παρά το γεγονός ότι η Kosmocar είχε "παγώσει" τις τιμές των μοντέλων της για το μεγαλύτερο διάστημα του έτους. Το 1979 υπήρξε επιπλέον μείωση στις πωλήσεις της (-9.4%), που όμως ήταν αναπόφευκτη εξαιτίας του σοκ που υπέστη η αγορά αυτοκινήτου από τα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης, τον Ιούλιο. Αν και το μερίδιο της Volkswagen ανήλθε στο 2.9%, έχασε ακόμα μια θέση στην γενική κατάταξη, τερματίζοντας 14η για το σύνολο του 1979.
Παρά το δυνατό όνομα που είχε "χτίσει" η Volkswagen στην χώρα μας την δεκαετία του '60, η νέα γενιά μοντέλων φαίνεται πως δεν στάθηκε ικανή να την επαναφέρει στην πρώτη γραμμή της εγχώριας αγοράς. Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τα αίτια. Θα μπορούσε να ευθύνεται η σχεδιαστική φιλοσοφία που ακολούθησε η φίρμα, με έμφαση στα hatchback αμαξώματα, σε μια εποχή που η μεγάλη μερίδα των Ελλήνων αγοραστών προτιμούσε τις "κλασικές" sedan προτάσεις. Και όμως, η Simca-Chrysler που ακολουθούσε την ίδια λογική εκείνη την περίοδο, είχε πολύ καλύτερες επιδόσεις στην χώρα μας. Άλλωστε στην κρίσιμη κατηγορία των μικρομεσαίων μοντέλων, διέθετε το hatchback "1100", που είχε κυκλοφορήσει αρκετά χρόνια πριν κάνει την εμφάνισή του το Golf. Σημαντική παράμετρος είναι και η τιμολογιακή πολιτική της εκάστοτε αντιπροσωπείας. Είναι γεγονός ότι υπήρχαν πιο προσιτές λύσεις στα μικρομεσαία οικογενειακά από το Golf. Toν Οκτώριο του 1976 ένα VW Golf 1.1 L στοίχιζε 277.256 δραχμές, όταν ένα Opel Kadett 1.2 στοίχιζε 250.000 δρχ και ένα 4θυρο Toyota Corolla 1200 "μόλις" 247.000 δρχ. (τιμές από το περιοδικό 4Τροχοί). Πιο δελεαστικά "πακέτα" έβρισκε κανείς και στην μεγαλύτερη κατηγορία. Τον Μάιο του 1978 ένα VW Passat 1.3 στοίχιζε 445.800 δρχ, ενώ η τιμή του δημοφιλούς Ford Cortina 1.3 L ήταν στις 425.000 δρχ και το Simca 1307 S ήταν διαθέσιμο στην τιμή-"ευκαιρία" των 391.000 δραχμών!
Ενώ λοιπόν η Volkswagen έκανε την μετάβαση στην νέα εποχή με μια αξιόλογη σειρά μοντέλων, στην Ελλάδα δεν διήνυσε την καλύτερή της περίοδο κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '70. Φυσικά, αργά αλλά σταθερά, η φήμη του Golf εδραιώθηκε και στην χώρα μας και η Volkswagen έγινε σταδιακά πιο ανταγωνιστική, ενώ σε βάθος χρόνου πέτυχε να κερδίσει μια θέση στους πρωταγωνιστές της ελληνικής αγοράς αυτοκινήτου, μέσα από το δίκτυο της "Kosmocar" A.E.
Στο παρακάτω πίνακα εικονίζονται τα ποσοστά της Volkswagen απέναντι σε βασικούς παίκτες της ελληνικής αγοράς. Η επιλογή των εταιρειών είναι ενδεικτική, με βασικό κριτήριο την ύπαρξη μοντέλων ευθέως ανταγωνιστικών σε αυτά της VW, τουλάχιστον στις βασικές κατηγορίες. Να σημειωθεί πως από τους μεγάλους κατασκευαστές μαζικής παραγωγής, μόνο η Renault βρισκόταν (ελαφρώς) χαμηλότερα το 1978.
Ποσοστά της VW έναντι του ανταγωνισμού στην Ελλάδα 1978-1979 |
|||||
Έτος |
Volkswagen |
Opel |
Ford |
Simca |
Datsun |
1978 |
2.4% |
12.1% |
9.3% |
3.7% |
6.1% |
1979 |
2.9% |
9.4% |
9.2% |
4.1% |
6.2% |
Σάββατο 20 Αυγούστου 2022
Οι ξένοι κατασκευαστές στην γερμανική αγορά αυτοκινήτου. Ποια εισαγόμενα μοντέλα κατάφεραν να κατακτήσουν την πιο απαιτητική αγορά της Ευρώπης; (Μέρος Β': 2000 έως σήμερα)
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος έγινε μια αναδρομή στην πορεία των ξένων κατασκευαστών στην γερμανική αγορά αυτοκινήτου, από την δεκαετία του '60 έως την δεκαετία του '90. Η επιτυχία των Renault & Fiat ήταν το κύριο χαρακτηριστικό, παράλληλα με την σημαντική άνοδο των ιαπωνικών αυτοκινήτων κατά την δεκαετία του '80. Tην ίδια περίοδο η Renault είχε μια κάμψη, όμως επανήλθε δριμύτερη την δεκαετία του '90 με νέα αναβαθμισμένα μοντέλα, τα οποία σημείωσαν μεγάλη επιτυχία στην Γερμανία.
Το 1999 τα τέσσερα πρώτα σε πωλήσεις εισαγόμενα μοντέλα στην Γερμανία ήταν της Renault, με πρώτο το Twingo και τα Clio, Scenic και Megane να ακολουθούν. Το σερί της Renault έσπασε ένα καινούργιο μοντέλο που εκείνη την εποχή κατακτούσε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές, το Peugeot 206. H πρώτη πεντάδα ήταν λοιπόν καθαρά γαλλική υπόθεση, όμως το 2000 η τράπουλα ανακατατεύτηκε. Η Renault ήταν με διαφορά η δημοφιλέστερη ξέvη εταιρεία, καταλαμβάνοντας την έβδομη θέση της γενικής κατάταξης, με 200.361 πωλήσεις. Η Peugeot ακουλούθησε στην όγδοη θέση με 100.348 πωλήσεις, ενώ στην ένατη θέση του γερμανικού chart ήρθε η Fiat με 98.478 πωλήσεις. Όσον αφορά τα δημοφιλέστερα εισαγόμενα μοντέλα, η ιταλική εταιρεία κατάφερε να σπάσει την παντοκρατορία της Renault, μετά από πολλά χρόνια. H δεύτερη γενιά του Fiat Punto ήταν το εισαγόμενο best seller στην Γερμανία, με 49.862 μονάδες, συνεχίζοντας την παράδοση των προκατόχων του. Το Peugeot 206 σημείωσε άνοδο στις πωλήσεις του και ήρθε δεύτερο με μικρή διαφορά πίσω από το Punto, ενώ την πρώτη πεντάδα στα εισαγόμενα μοντέλα συμπλήρωσαν τα Renault Twingo, Renault Scenic και Skoda Octavia.
H Skoda είχε σταθερά ανοδική πορεία οπότε το 2003 μπήκε στην πρώτη δεκάδα των πωλήσεων (10η), ενώ το 2005 ξέπερασε για πρώτη φορά το φράγμα των 100.000 μονάδων στην γερμανική αγορά (102.216). Φυσικά η τσέχικη εταιρεία ήταν μέλος του ομίλου της Volkswagen, όμως το ίδιο ίσχυε και για την ισπανική Seat, η πορεία της οποίας παρέμενε σε σχετικά σταθερά επίπεδα. Το 2001 οι ρόλοι αντιστράφηκαν και το Peugeot 206 πέτυχε να γίνει το αγαπημένο ξένο αυτοκίνητο στην Γερμανία, αφήνοντας δεύτερο το Fiat Punto. Tο μικρό γαλλικό διατήρησε την πρωτιά έως και το 2004 για να παραδώσει τη θέση του στο Skoda Octavia το 2005. Την ίδια περίοδο η Renault παρέμενε πρώτη σε πωλήσεις μεταξύ των ξένων κατασκευαστών, όμως παρουσίασε σημαντική κάμψη. Το 2004 οι πωλήσεις της ανήλθαν σε 164.606 μονάδες από 204.344 την προηγούμενη χρονιά (-19.4%). Την ίδια χρονιά η Toyota κατέλαβε την θέση του δεύτερου σε πωλήσεις ξένου κατασκευαστή, με την Peugeot πλέον στην τρίτη θέση παρά τις καλές επιδόσεις που διέγραφε εκείνη την περίοδο. Το 2006 η Toyota διατηρούσε την δεύτερη θέση, όμως είχε πλησιάσει επικίνδυνα την Renault. με 142.908 μονάδες έναντι 149.516 της γαλλικής εταιρείας. Να σημειωθεί ότι μαζί με την Lexus, οι πωλήσεις ανήλθαν σε 147.995 μονάδες συνολικά. Επιπλέον, οι ιαπωνικές φίρμες κατείχαν το 12.1% της γερμανικής αγοράς με 419.035 μονάδες, ενώ το σύνολο των γαλλικών αυτοκινήτων ήταν στο 9.9% με 344.136 μονάδες. Στην τρίτη θέση είχαν περάσει οι Τσέχοι, με μερίδιο αγοράς 3.4% και 118.523 μονάδες. Η απόσταση από Ιάπωνες και Γάλλους ήταν μεγάλη, όμως η επίδοση ήταν εξαιρετική αν σκεφτούμε ότι αυτό το αποτέλεσμα προέκυψε από μόλις... έναν κατασκευαστή, δηλαδή την Skoda, που είχε αφήσει πλέον πίσω τους Κορεάτες (2.9%) και τους άλλοτε παντοδύναμους Ιταλούς (2.8%), ενώ οι "συνάδελφοι" Ισπανοί του ομίλου VW κατείχαν το 1.8% επί του συνόλου. Το 2006 τα δύο δημοφιλέστερα εισαγόμενα μοντέλα στην Γερμανία ήταν της Skoda, πρώτο το Octavia με 56.745 πωλήσεις και δεύτερο το Fabia με 54.672 πωλήσεις.
Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022
Οι ξένοι κατασκευαστές στην γερμανική αγορά αυτοκινήτου. Ποια εισαγόμενα μοντέλα κατάφεραν να κατακτήσουν την πιο απαιτητική αγορά της Ευρώπης; (Μέρος Α': 1960s-1990s)
Η Γερμανία
αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες την μεγαλύτερη και πιο ανταγωνιστική αγορά
αυτοκινήτου στην Ευρώπη. Παράλληλα, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία κατέχει σημαντική
θέση σε πολλές χώρες διεθνώς. Ειδικότερα στις κατηγορίες κύρους, τα γερμανικά
αυτοκίνητα κυριαρχούν για πολλά χρόνια, πρωταγωνιστώντας ακόμα και στις δύσκολες αγορές της Αμερικής και της Ιαπωνίας.
Η κατάκτηση των ξένων αγορών ξεκίνησε για τους Γερμανούς από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με βασικό "όπλο" το Volkswagen. Είναι γνωστό ότι η Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αυτοκινήτων στις Η.Π.Α έως τις αρχές της δεκαετίας του '70 (τότε Δυτική Γερμανία). Για παράδειγμα, το 1965 οι εισαγωγές γερμανικών αυτοκινήτων στην Αμερική ανήλθαν σε 376.950 μονάδες, ενώ στην δευτέρη θέση ήταν οι Βρετανοί με μόλις 66.565 μονάδες. Το 1968 οι εξαγωγές των Made in W. Germany επιβατικών αυτοκινήτων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού έφτασαν στις 707.972 μονάδες, που αντιστοιχούσαν στο 43.7% των συνολικών εισαγωγών αυτοκινήτων στις Η.Π.Α εκείνη την χρονιά. Αργότερα, την πρώτη θέση κατέκτησαν οι ιάπωνες, όμως τα γερμανικά αυτοκίνητα παρέμειναν τα δημοφιλέστερα μεταξύ των ευρωπαίων κατασκευαστών.
Φυσικά η φήμη τους εξαπλώθηκε γρήγορα και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, ενώ σήμερα η Νο 1 σε πωλήσεις εταιρεία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι η Volkswagen (μερίδιο 10.8% και 1.274.137 μονάδες το 2021). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι τρεις πρώτες σε πωλήσεις εταιρείες στην Βρετανία πέρσι ήταν γερμανικές (VW, Audi, BMW), εκτοπίζοντας από την κορυφή την Ford, μια φίρμα που είναι "βρετανική" στην συνείδηση των Άγγλων και περέμενε πρώτη σε πωλήσεις για πάνω από τέσσερις δεκαετίες.
Όταν λοιπόν παίζουν τόσο δυνατά σε ξένα γήπεδα, τι γίνεται στο... "εντός έδρας" παιχνίδι; Τι ελπίδες έχουν οι υπόλοιποι σε μια απαιτητική αγορά αυτοκινήτου όπως η γερμανική, ίσως την πιο απαιτητική αγορά της Ευρώπης;
Eίναι φυσικό πως στην Γερμανία τα αυτοκίνητα εγχώριας παραγωγής κυριαρχούν. Την δεκαετία του '60, η σαφής επικράτηση των εγχώριων αυτοκινήτων ήταν έντονο φαινόμενο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με δική τους αυτοκινητοβιομηχανία, οι οποίες άλλωστε διέθεταν και τις μεγαλύτερες αγορές στην Γηραιά Ήπειρο. Εκείνη την περίοδο o "σκαραβαίος" έκανε θράυση στην Γερμανία με υψηλά ποσοστά επί σειρά ετών. Σημαντικό μερίδιο κατείχαν επίσης μοντέλα όπως τα Opel Rekord & Kadett και τα μεσαία και μεγάλα Ford Taunus. Yπήρξαν όμως και μοντέλα ξένων κατασκευαστών που προσέλκυσαν σημαντικό ποσοστό αγοραστών και κατάφεραν να πάνε κόντρα στο γερμανικό κατεστημένο. Η Fiat και η Renault ήταν οι δύο ξένες εταιρείες που συγκέντρωναν περισσότερο την προτίμηση των Γερμανών, ήταν όμως η Renault εκείνη που με το R4 πέτυχε για πρώτη φορά τόσο υψηλές πωλήσεις για εισαγόμενο μοντέλο. Η επιτυχία του ήταν τέτοια που ακολούθησε σταθερά ανοδική πορεία, ενώ το 1967 οι πωλήσεις του σημείωσαν μεγάλη αύξηση, υπερβαίνοντας τις 44.000 μονάδες. Ήδη ήταν μέσα στα δέκα πιο επιτυχημένα μοντέλα της Δ. Γερμανίας, ενώ το 1970 πέτυχε ρεκόρ πωλήσεων για εισαγόμενο αυτοκίνητο, με 84.890 μονάδες. Οι συνολικές πωλήσεις της Renault εκείνη την χρονιά ανήλθαν σε 147.508 μονάδες, που την κατέταξαν στην πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης. Η Fiat ήταν η δεύτερη σε πωλήσεις ξένη εταιρεία με 128.781 μονάδες και ήταν έβδομη στην γενική κατάταξη, θέση που διατήρησε έως το 1974. Όμως φαίνεται πως οι Γερμανοί έδειχναν γενικότερα μια προτίμηση στα γαλλικά αυτοκίνητα, εφόσον από τους υπόλοιπους ξένους κατασκευαστές, οφέλη κατά την δεκαετία του '70 είχε η Simca-Chrysler, η Citroen και η Peugeot. Παράλληλα, η Renault ήταν σταθερά η Νο 1 ξένη φίρμα και το R4 παρέμεινε το δημοφιλέστερο μοντέλο εισαγωγής στην Δ. Γερμανία έως και το 1980! Το 1981 την θέση του πήρε, με μικρό προβάδισμα, το R5. Το 1982 την κορυφή στους ξένους κατασκευαστές κατέκτησε η Fiat, με 93.299 πωλήσεις, έναντι 83.668 της Renault. Οι Ιταλοί απλώς στάθηκαν τυχεροί από την σημαντική υποχώρηση των πωλήσεων της Renault, εφόσον οι πωλήσεις της Fiat ήταν ουσιαστικά στα ίδια επίπεδα με την πρoηγούμενη χρονιά. Όμως το δημοφιλέστερο μοντέλο συνέχισε να έχει τα σήματα του γαλλικού εργοστασίου, με το Renault 9 να ξεπερνάει με σχετικά μικρή διαφορά το επιτυχημένο Fiat Ritmo.
Μεταξύ των ξένων κατασκευαστών, η Fiat παρέμεινε στην κορυφή της γερμανικής αγοράς έως τα τέλη της δεκαετίας του '80. Χαρακτηριστική ήταν η αύξηση στα ποσοστά των ιαπωνικών αυτοκινήτων εκείνη την περίοδο. Από το 1980 οι ιαπωνικές εταιρείες κατάφεραν να πετύχουν την είσοδό τους στην πρώτη δεκάδα της γενικής κατάταξης, αρχικά οι Nissan και Toyota. To 1982 το ίδιο πέτυχε και η Mazda, που βρέθηκε στην δέκατη θέση, ενώ το 1983 ήρθε ένατη σε συνολικές πωλήσεις και διέθετε το πιο επιτυχημένο εισαγόμενο μοντέλο στην Δ. Γερμανία, το Mazda 626.
Tο μεσαίο οικογενειακό της Mazda συνέχισε την επιτυχημένη πορεία του και την επόμενη χρονιά, όμως αναγκάστηκε να παραδώσει τη θέση του στο "Αυτοκίνητο της Χρονιάς"! H Fiat είχε στο ενεργητικό της αρκετά δημοφιλή μοντέλα στην γερμανική αγορά. όπως τα "127", "128" και Ritmo, όμως ποτέ δεν είχε κατακτήσει την κορυφή στα εισαγόμενα. Αυτό άλλαξε το 1984 με το Fiat Uno, που προηγήθηκε των εισαγόμενων ανταγωνιστών του, με 36.719 πωλήσεις (18ο στην γενική κατάταξη). Την περίοδο 1985-1986 το best seller μοντέλο εισαγωγής ήταν το Peugeot 205, χάρη στο οποίο η Peugeot πέτυχε μεγάλη αύξηση των συνολικών της πωλήσεων εκείνη την διετία. Το 1987 το Fiat Uno επέστρεψε ως το δημοφιλέστερο εισαγόμενο, ενώ το 1988 την σκυτάλη πήρε η νεότερη γενιά του Mazda 626, που παρέμεινε πρώτο και το επόμενο έτος. Το 1988 η Renault βρέθηκε για πρώτη φορά εκτός της πρώτης δεκάδας, τερματίζοντας στην ενδέκατη θέση, Επανήλθε όμως το 1989, που τερμάτησε 8η σε πωλήσεις. H γαλλική εταιρεία έκανε δυναμική επιστροφή το 1990, διαθέτοντας το best seller μοντέλο εισαγωγής για πρώτη φορά από το 1982! Το Renault 19 πέτυχε μια αξιόλογη επίδοση, με 52.674 μονάδες και ήρθε στην 16η θέση της συνολικής κατάταξης. Όμως το 1991 έσπασε το ρεκόρ πωλήσεων για εισαγόμενο μοντέλο, με 97.262 μονάδες. Ήταν η χρονιά που η αγορά αυτοκινήτου σημείωσε αύξηση +36.8%, μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, με συνολικά 4.158.674 ταξινομήσεις! Το 1992 το Renault 19 συνέχισε την εξαιρετική του πορεία, με τις πωλήσεις του ξανά σε υψηλά επίπεδα, με 97.086 μονάδες και πλέον στην 11η θέση στην κατάταξης της γερμανικής αγοράς. Διατήρησε τον τίτλο του δημοφιλέστερου εισαγόμενου μοντέλου έως το 1994, καθιστώντας το ως ένα από τα πλέον επιτυχημένα αυτοκίνητα ξένου κατασκευαστή στην Γερμανία.
Το 1994 οι Γερμανοί επιφύλαξαν θερμή υποδοχή στο νέο supermini των Fiat και το 1995 το Punto ήρθε πρώτο στα εισαγόμενα, με 60.197 πωλήσεις. Το 1996, αν και πέτυχε αντίστοιχο αριθμό πωλήσεων, αρκέστηκε στην δεύτερη θέση. Μετά από ένα μικρό διάλλειμα, το 1996 η Renault επανήλθε δυναμικά, συτή την φορά με το Renault Megane ως το πλέον επιτυχημένο ξένο μοντέλο στην Γερμανία. Από το 1997 έως το 1999 αυτόν τον τίτλο κατείχε το Renault Twingo, που σημαίνει πως για όλη την δεκαετία του '90 το αγαπημενο ξένο αυτοκίνητο των Γερμανών ήταν Renault, με εξαίρεση το 1995!
Σάββατο 13 Αυγούστου 2022
Ελληνική αγορά αυτοκινήτου, Ιούλιος 2022. Γαλλική αντεπίθεση και μικρή άνοδος ταξινομήσεων.
Μόλις 2.7% άνοδο κατέγραψαν οι ταξινομήσεις καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων τον Ιούλιο, με 10.874 μονάδες έναντι 10.586 πέρσι. Σε επίπεδο έτους το πρόσημο συνεχίζει να είναι αρνητικό, με -4.8% στο επτάμηνο και συνολικά 65.672 μονάδες από 68.948 το ίδιο διάστημα του 2021.
Η Toyota ήρθε στην πρώτη θέση των πωλήσεων και τον Ιούλιο, με 1.417 μονάδες και μερίδιο αγοράς 13.0%. Την δεύτερη θέση κατέλαβε η Peugeot, που εμφανίστηκε σημαντικά ενισχυμένη με μερίδιο 12.4% και 1.346 μονάδες. Επιπλέον το Peugeot 208 ήταν το πρώτο σε πωλήσεις μοντέλο με 711 μονάδες, σε απόσταση από τον ανταγωνισμό. Η Hyundai τερμάτησε στην τρίτη θέση με 824 μονάδες και 7.6%. Aπό την αρχή του έτους έχουν υπάρξει αρκετές ανακατατάξεις στην γενική κατάταξη και ο Ιούλιος δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η Toyota έχει εξασφαλίσει την θέση της στην κορυφή, με 9.824 μονάδες στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου και μερίδιο 15.0%. Στην δεύτερη θέση παρέμεινε η Hyundai με 6041 μονάδες και 9.2%. Όμως η πολύ καλή επίδοση της Peugeot επανέφερε την γαλλική εταιρεία στην τρίτη θέση της γενικής κατάταξης, ρίχνοντας την Volkswagen στην τέταρτη θέση για... μια μονάδα διαφορά. Στο επτάμηνο η Peugeot πέτυχε συνολικά 5.057 πωλήσεις έναντι 5.056 της Volkswagen, με μερίδιο και για τις δύο εταιρείες στο 7.7%. Στην πέμπτη θέση παρέμεινε η Opel με 4.017 μονάδες και 6.1%, αυξάνοντας επιπλέον την διαφορά που την χώριζε από την Kia.
Πολύ καλός μήνας αποδείχθηκε ο Ιούλιος για την Renault, μετά από ένα εξάμηνο υποτονικής παρουσίας στην ελληνική αγορά. Οι πωλήσεις της ανήλθαν σε 678 μονάδες, τερματίζοντας στην έβδομη θέση. Την επίδοση αυτή την χρωστάει στο Clio, που ήταν το δεύτερο σε πωλήσεις μοντέλο τον μήνα που πέρασε, με 630 μονάδες. Στο επτάμηνο η γαλλική εταιρεία κέρδισε δύο θέσεις, ανεβαίνοντας στην 16η θέση, από την 18η που κατείχε τον Ιούνιο. Αντίθετα, η Nissan μετά από δύο μήνες με ικανοποιητικές πωλήσεις, επέστρεψε στα χαμηλά ποσοστά με μόλις 182 μονάδες και μερίδιο 1.7% τον Ιούλιο. Πάντως στο έτος διατήρησε την 11η θέση στην γενική κατάταξη.
Στα επαναφορτιζόμενα οχήματα, τα υβριδικά (PHEV) κάλυψαν τους επτά πρώτους μήνες το 4.8% της εγχώριας αγοράς με 3.162 μονάδες, ενώ τα αμιγώς ηλεκτρικά επιβατικά αυτοκίνητα μόλις το 2.3% με 1.513 μονάδες. Στο σύνολο της αγοράς η δημοφιλέστερη κατηγορία ήταν το segment B με 33.271 μονάδες (50.7%). Οι 16.842 αφορούσαν τα "κλασικά" supermini και οι 16.429 την υποκατηγορία των B-SUV μοντέλων. Τα μικρομεσαία ακολούθησαν με 21.214 μονάδες και μερίδιο 32,3% (segment C). Εδώ υπήρξε καθαρή υπεροχή των SUV, με 14.194 μονάδες έναντι 7.020 στα "κλασικά" hatchback μοντέλα.
Το τραγικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας "Εύα", το 1952.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Λούτσα. Όμως κατά τη διάρκεια τους, συνέβη ένα τραγικό συμβάν.
Στις 16 Οκτωβρίου 1952 ο Δημ. Κομίνης, διευθυντής της κινηματογραφικής εταιρείας, επέβαινε στο υπ'αριθμόν 70243 αυτοκίνητο, μαζί με την ηθοποιό Ανθή Μηλιάδου (γεν. 1892), η οποία θα γύριζε για πρώτη φορά κάποιες σκηνές της ταινίας.
Το όχημα οδηγούσε ένας 26χρονος νεαρός, ο Παναγιώτης Νίκας. Ήταν γύρω στις 2:30 το μεσημέρι όταν, κατά την διαδομή, το αυτοκίνητο προσέκρουσε σε νάρκη και ανατινάχθηκε. Αποτέλεσμα, ο θάνατος του παραγωγού και της 55χρονης ηθοποιού και ο σοβαρός τραυματισμός του οδηγού, ο οποίος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Νέας Ιωνίας.
Η νάρκη ήταν μια από τις πολλές που είχαν τοποθετήσει οι Γερμανοί σε όλη την Αττική, κατά τη διάρκεια της κατοχής. Μάλιστα η Λούτσα θεωρείτο επικίνδυνη περιοχή, διότι ήταν γνωστό ότι είχε ναρκοθετηθεί σε κάποια σημεία, χωρίς αυτά να έχουν ανακαλυφθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν τέτοιο δυστύχημα στη περιοχή, αλλά και γενικότερα. Από το 1945 ξεκίνησε μια συστηματική εκκαθάριση των τακτικών ναρκοπεδίων, βάσει αρχείων που είχαν παραδώσει οι ίδιοι οι Γερμανοί μετά τον πόλεμο. Όμως δεν ήταν όλα τα ναρκοπέδια χαρτογραφημένα, με αποτέλεσμα πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση να ανακαλύπτονται νάρκες ακόμα και μέσα σε αυλές σπιτιών.
Στο συγκεκριμένο συμβάν, επρόκειτο για μια ισχυρή αντιαρματική νάρκη με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να εκτιναχθεί πολλά μέτρα μακρυά.
Σάββατο 6 Αυγούστου 2022
Ευρώπη Ιούλιος 2022: Η πτώση στις πωλήσεις καινούργιων αυτοκινήτων συνεχίζεται.
H κρίση στην ευρωπαϊκή αγορά συνεχίζεται. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι συνθήκες που επικρατούν γενικότερα, έχουν ενισχύσει την ύφεση. Τα πρώτα στοιχεία για τον Ιούλιο δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Στην Γερμανία οι ταξινομήσεις καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων ανήλθαν στις 205.900 μονάδες, μειωμένες κατά 13% σε σχέση με τον Ιούλιο πέρσι. Απώλεις υπήρξαν και στον τομέα των ηλεκτρικών και υβριδικών αυτοκινήτων, με πτώση των πωλήσεων κατά 5% και 52.600 μονάδες τον Ιούλιο. H ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει εκφράσει την πρόθεση να μειώσει τις επιδοτήσεις για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, να τις περιορίσει αποκλειστικά στους ιδιώτες και να τις καταργήσει για τα υβριδικά αυτοκίνητα, από 1η Σεπτεμβρίου 2023. Η απόφαση αυτή κρίθηκε από τον Σύνδεσμο Αυτοκινητοβιομηχανίας της Γερμανίας (VDA) ως "κάτι περισσότερο από απογοητευτική για τους καταναλωτές, σε μια περίοδο που το κόστος διαβίωσης αυξάνεται. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής θεωρείται ακατανόητη και θα επιβαδύνει την μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση". Σύμφωνα με τον VDA, η σταδιακή μείωση των επιδοτήσεων είναι λογικό να συμβεί μακροπρόθεσμα, όμως τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Από την αρχή του έτους, η συνολική μείωση στις πωλήσεις καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων στην Γερμανία ήταν τον Ιούλιο στο -11%, με συνολικά 1.443 εκ. μονάδες. Από το σύνολο, περίπου 359.000 ταξινομήσεις αφορούσαν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μειωμένες κατά 2% σε σχέση με το αντίστοιχο διάσημα πέρσι. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά των ηλεκτρικών αυτοκινήτων αποδείχθηκε πιο ανθεκτική σε σχέση με την συνολική εικόνα της αγοράς.
Ανάλογη εικόνα παρουσίασε και η βρετανική αγορά αυτοκινήτου, με τις ταξινόμήσεις μειωμένες κατά 9% τον Ιούλιο. Οι πωλήσεις επιβατικών αυτοκινήτων ανήλθαν σε 112.162 μονάδες έναντι 123.296 τον ίδιο μήνα πέρσι. Στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου οι συνολικές πωλήσεις ανήλθαν σε 914.241 μονάδες έναντι 1.033.269 στο επτάμηνο του 2021 (-11.5%). Τα αμιγώς ηλεκτρικά αυτοκίνητα (BEV) κατέγραψαν αύξηση 9.9% τον Ιούλιο και 49.9% από την αρχή του έτους, με 12.243 και 127.492 μονάδες αντίστοιχα. Τα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα συνέχισαν την έντονα πτωτική τους πορεία, με μόλις 6.210 πωλήσεις τον Ιούλιο (-29.3%) και 52.238 πωλήσεις στο επτάμηνο, έναντι 101.870 πέρσι (-48.7%). Τα αμιγώς βενζινοκίνητα αυτοκίνητα συνεχίζουν να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό της αγοράς, με μερίδιο 45.7% τον Ιούλιο και 44.0% στο έτος, όμως είχαν απώλειες -7.2% και 19.2% αντίστοιχα.
H Volkswagen κατέκτησε την πρώτη θέση τον Ιούλιο στην Βρετανία, με 10.182 πωλήσεις (-18.2%). Το πρώτο σε πωλήσεις μοντέλο ήταν το Nissan Qashqai, με 2.514 μονάδες. Στο επτάμηνο την πρώτη θέση κατέκτησε η Ford, με 68.024 μονάδες (-18.3%). Η παραμονή της στην κορυφή έως τα τέλη της χρονιάς θα είναι μια δύσκολη υπόθεση, εφόσον η Volkswagen ακολουθεί με μικρή διαφορά, στις 66.076 μονάδες, έχοντας όμως υποστεί σημαντικές απώλειες (-32.5%). Λίγοι είναι οι κερδισμένοι στην βρετανική αγορά φέτος. Η Dacia ακουλουθεί την δυναμική πορεία που έχει αναπτύξει και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, με αύξηση των πωλήσεών της κατά 102.2% τον Ιούλιο και 80.8% στο επτάμηνο του έτους. Στους υπολογίσιμους παίκτες της βρετανικής αγοράς περιλαμβάνεται πλέον η MG, που διατήρησε τις ανοδικές της τάσεις, προφανώς χάρη στην τιμολογιακή πολιτική που ακολουθεί για τα ηλεκτρικά της μοντέλα. Το Ιούλιο πέτυχε 3.076 πωλήσεις από 2.411 πέρσι (+27.6%), ενώ στο επτάμηνο σημείωσε αύξηση 75.9%, με 28.149 πωλήσεις έναντι 16.005 το ίδιο διάστημα πέρσι. Πολύ καλή είναι και η επίδοση των Hyundai και Kia, που είχαν άνοδο 27.1% και 21.4% στους επτά πρώτους μήνες του έτους. Πάντως το Vauxhall Corsa συνέχισε να κατέχει τον τίτλο του best seller, με συνολικά 24.333 πωλήσεις στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου.