Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Νίκη", την 1η Φεβρουαρίου 1941, κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε τι έκταση ίσχυαν όλα όσα γράφει, έχει ενδιαφέρον διότι σίγουρα αποτυπώνει και μας μεταφέρει (με λίγο χιούμορ) το κλίμα μιας δύσκολης εποχής της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Κατά συνέπεια, το άρθρο με τίτλο "Οι βετεράνοι", αναδιομοσιεύεται εδώ αυτούσιο.
"Άλλοτε, πριν λίγους μήνες ακόμη, οι Αθηναίοι έμεναν έκθαμβοι και άφωνοι εμπρός στα ακριβά μοντέλα των αεροδυνανικών αυτοκινήτων, που συναγωνίζοντο εις κομψότητα "γραμμής" και πολυτέλειαν... Από τίνος, όμως, που τα πάντα έχουν τεθεί εις την διάθεσιν του μαχομένου στρατού, θαρρεί κανείς ότι άγγελοι κατήλθον και εσήμαναν την Δευτέραν Παρουσίαν των αυτοκινήτων !
Και ανέστησαν οι νεκροί. Και παρέλαβον και ανεσυγκρότησαν τους διαλελυμένους σκελετούς των και εξήλθον από τους τάφους, από τα σκοτεινά και ανήλια καταγώγια και τας αποθήκας και εζήτησαν βενζίναν. Απετίναξαν τις αράχνες, επλύθηκαν δια να αποβάλουν την χωματίλαν του τάφου των και προσεπάθησαν να φωνάξουν... "χρρρ!, χρρρ!"
Ήτο αδύνατον να γίνη αντιληπτόν από τους αφηρημένους και σύγχρονους Αθηναίους ότι ήτο κορνάρισμα, ο ξεψυχισμένος εκείνος και βραχνός ψίθυρος... Και επακολούθησαν αλλεπάλληλα επεισόδια. "Δεν το πετάς, χριστιανέ μου, στα ακουπίδια;" Αλλά το "σαράβαλο", το εκ νεκρών αναστάν, δεν αντελαμβάνετο, ίσως και να μην ήθελε να αντιληφθή, την απελπιστικήν παραφωνίαν του. Διότι επίστευε ότι προσέφερε και αυτό υπηρεσίαν εις την πατρίδα...
Τα αυτοκίνητα της "κατηγορίας των Λαζάρων", διότι, όταν εκείνα απεβίωσαν, δεν είχαν κατανεμηθή ακόμη υπό της αστυνομίας τα αυτοκίνητα εις κατηγορίας, πλημμυρίζουν πλέον τους αθηναϊκούς δρόμους. Άλλα τρέχουν σαν... τους Ιταλούς και δεν σταματούν με κανένα τρόπον, κι'άλλα μόλις κινούνται, μόλις και μετά βίας κατορθώνουν να κυλίσουν, εν μέσω τριγμών οδυνηρών, τους εξαρθρωμένους τροχούς των. -"Άντε παιδί μου! Τρέξε πιο γρήγορα και κοντεύω να ξημερωθώ εδώ μέσα..." -"Καλύτερα να πάμε πιο αργά στη δουλειά μας παρά να μας αφήση και τους δυό στον δρόμο!... Το έχω σπουδάσει το αφιλότιμο τόσα χρόνια".
Ο σωφέρ, παληός, απόστρατος σωφέρ της Αθήνας. Ιδιοκτήτης αμαξιού με δύο άλογα, πριν ακολουθήσει τον πολιτισμόν και μετατρέψει την καρράτσαν εις αυτοκίνητον, οδηγούσε ευθυτενής και με ύφος αγέρωχον. "Και γιατί μου το λες; Μήπως ήξερα πως το κάρρο σου κολλάει στο δρόμο και δεν προχωρεί;" Κάτι σιδερικά κατεκτύπησαν την ίδια στιγμή και το όχημα σταμάτησε εν μέσω συγκλονισμών. Ο βετεράνος οδηγός γύρισε και κύτταξε τον επιβάτη του. Έστριψε το γκρίζο μουστάκι του και απεφάνθη. "Εγώ, κύριος, επιστρατεύθηκα μόνος μου!... Τράβηξα από την αποθήκη αυτό το αραμπαδάκι, που βλέπεις, με το οποίον πέρασα μια ζωή ολόκληρη και που παντρέψαμε μαζύ δύο κόρες και βγήκα να εξυπηρετήσω του λόγου σας. Μπαρδόν όμως! Λάθος. Κατέβα κάτω και περπάτα λοιπόν με τα χέρια πίσω σαν αιχμάλωτος Ιταλός."
Το επεισόδιον δεν είχε συνέχειαν. Οι περαστικοί που άκουσαν τους λόγους του γέρου σωφέρ, και αντελήφθησαν το άκρως σοβαρόν του ύφους του, περίμεναν με ενδιαφέρον το αποτέλεσμα. Και ήταν όπως αναμένετο. Ο επιβάτης κατέβηκε ενώ ο βετεράνος του "βολάν", ξεκίνησε πιο ευχαριστημένος. "Άϊντε Κίτσο να πάμε για φαΐ! Αργήσαμε και θα μας περιμένη η γρηά" μουρμούρισε. "
"Ιδού, είς την πλατείαν του Κολωνακίου, έναν Λάζαρον σταθμεύοντα και προς τον οποίον, ελλείψει άλλου μέσου, κατευθύνονται δύο τρυφεραί υπάρξεις. Ο σωφέρ ένα πραγματικό γεροντάκι, που έχει κατεβασμένο το καπέλλο του ως τη μύτη, για να μη φαίνονται τα δικά του χρόνια, μιά και δεν μπορεί να κρύψη την ηλικία του αυτοκινήτου του, τους κόβει τη φόρα: "Συγγνώμη, αλλά είμαι μόνος μου και το αμάξι δεν ξεκινά. Θέλει να το σπρώξωμε. Αν θέλετε σπρώξετε λίγο να κυλήσει ως την κατηφοριά!..."
Ούτω πως και συνέβη. Ο Λάζαρος, αφού εδέχθη βλέμματα βαθυτάτης περιφρονήσεως, αισθάνθη τα τέσσερα γαντοφορεμένα χεράκια, να συμπιέζουν με πείσμα τα τα σκονισμένα πισινά του. -"Ίσα, λίγο ακόμη! Μιά στάλα ακόμη! Κουράγιο! Α! και πήρε!" Τα ενθαρρυντικά λόγια του σωφέρ δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Το σαράβαλο, αφού χοροπηδώντας διαρκώς, έφτασε εις τον κατήφορον, ξεκίνησε με δαιμονιώδη θόρυβον. -"Θα γυρίσω!" πρόλαβε και φώναξε ο βετεράνος στις δύο γυναίκες, που ξαναμένες κύτταζαν τον "Λάζαρον" απερχόμενον.
Και επέστρεψε πάλι, αφού διέγραψε μέγα κύκλον και παρέλαβε το ωραίον φορτίον του, εις την ψυχή του οποίου ουδέποτε θα δοθή συγγνώμη είς τον Μουσσολίνι και την ληστοσυμμορίαν του, δι'όσας ανέσεις απώλεσαν προσωρινώς. -"Ο χαμάλης. Θα τον φέρωμε να μας πλύνη την Μπουΐκ, μετά τον πόλεμο." Εσκέφθησαν μεγαλοφώνως, ίσως δια να ακούση ο βετεράνος ότι υπάρχει εν επιστρατεύσει και Μπουΐκ!
Γενικώτερον, έχει και μιαν δόσιν νοσταλγίας του παληού καιρού, η όλη υπόθεσις. Παληά Αθήνα. Με τους επιζώντες ακόμη τύπους της. Εκείνους που ήξεραν κάθε Αθηναίον π'ανέβαινε στο αμάξι τους, το σπίτι, την γυναίκα και τα παιδιά. Πολλές φορές και το φαΐ που μαγείρευαν. Διότι τους πήγαιναν το ζεμπίλι... Έπειτα έγιναν μηχανοκίνητοι και τέλος τους πήρε ο χρόνος από κάτω. Σήμερα ξαναζωντάνεψαν κι'αυτοί και τα σαράβαλά των. Και προσφέρουν τις υπηρεσίες των και πάλιν στην κοινωνία, κι'αντικαθιστούν τους νέους που πολεμούν στο μέτωπο."
Εφημερίδα "Η Νίκη", 1 Φεβρουαρίου 1941 ("Οι βετεράνοι"). Τα σκίτσα προέρχονται από το άρθρο της εφημερίδας. Έχει διατηρηθεί το συντακτικό και η ορθογραφία του πρωτότυπου, εκτός του πολυτονικού.
Β.Α
© Hellenic Motor History (2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου