Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την επικράτηση των Εθνικιστών υπό τον Francisco Franco, το 1939, η Ισπανία βίωσε μια δύσκολη οικονομική πραγματικότητα. Η κατάσταση βελτιώθηκε ελαφρώς κατά την δεκαετία του '50, όμως τα πράγματα άλλαξαν σημαντικά με το Σταθεροποιητικό Πρόγραμμα που παρουσίασε η κυβέρνηση στις 30 Ιουνίου 1959, στα πλαίσια της οικονομικής μεταρρύθμισης. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε την χώρα να εισέλθει σε φάση πρωτόγνωρης βιομηχανοποίησης και ευημερίας. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η εξωτερική βοήθεια που υπήρξε, εφόσον η Ισπανία είχε ενταχθεί στον OEEC (Organisation for European Economic Co- operation) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την περίοδο 1958-1959. Επιπλέον υπήρξε γιγαντιαία αύξηση στον τουρισμό, η συνεισφορά του οποίου υπολογίζεται τουλάχιστον στο 9% του ΑΕΠ ως στα τέλη της δεκαετίας του '60. Φυσικά καθοριστικής σημασίας ήταν οι άμεσες ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες την περίοδο 1960-1974 ανήλθαν στα $7.6 δισ.
Περισσότερο από το 40% των επενδύσεων προήλθαν από την Αμερική, ενώ σημαντικές επενδύσεις έγιναν από την Ελβετία, την Γαλλία και την Δ. Γερμανία. Όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος του αφιερώματος, στο επίκεντρο της βιομηχανοποίησης της χώρας βρέθηκε το αυτοκίνητο. Με την κυβέρνηση να επιβάλει υψηλό ποσοστό χρήσης εξαρτημάτων εγχώριας προέλευσης και αυστηρό προστατευτικό πλαίσιο στην αγορά προς όφελος της εγχώριας αυτοκινητοβιομηχανίας στο σύνολό της, αναπτύχθηκαν οι πρώτες σημαντικές μονάδες παραγωγής αυτοκινήτων, Εξέχουσα θέση είχε η SEAT, ενώ ικανοποιητικό μερίδιο της συνολικής παραγωγής αφορούσε την FASA-Renault. Το οικονομικό θαύμα της Ισπανίας τερματίστηκε το 1974, ως αποτέλεσμα της πρώτης ενεργειακής κρίσης (1973). Παράλληλα η κυβέρνηση προσανατολίστηκε σε κίνητρα στην αυτοκινητοβιομηχανία, με αντάλλαγμα αυξημένα ποσοστά εξαγωγών. Η είσοδος της Ford στην ισπανική αγορά το 1976, δημιούργησε έντονες πιέσεις και λειτούργησε ως δοκιμασία στην απόδοση των καθιερωμένων εγχώριων κατασκευαστών. Την ίδια χρονιά η συνολική παραγωγή αυτοκινήτων ατην Ισπανία, ανήλθε σε 791.388 μονάδες (+8.3%), με την Seat να κατέχει το 48.2% της αγοράς, την FASA-Renault το 25.4%, την Chrysler-Simca το 11.4% και την Citroen το 10.2%.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι εξαγωγές την περίοδο 1975-1980 αυξήθηκαν από 22% σε 46%. Η συμφωνία του 1970 με την Ε.Ο.Κ (preferential agreement) έθεσε το νομικό πλαίσιο που θα επέτρεπε στην ισπανική αυτοκινητοβιομηχανία να πετύχει αξιόλογα ποσοστά εξαγωγών. Η άνοδος στις εξαγωγές μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην στασιμότητα της εγχώριας αγοράς αυτοκινήτου εκείνη την περίοδο.
H μετάβαση της Ισπανίας στην δημοκρατία, μετά τον θάνατο του Franco στις 20 Νοεμβρίου 1975, έγινε σε μια εποχή που τα ποσοστά ανάπτυξης υποχωρούσαν ενώ μετά το ισχυρό σοκ της ενεργειακής κρίσης του 1973, ήρθε το σοκ της δεύτερης ενεργειακής κρίσης του 1979.
Σύντομα υπήρξαν μεταβολές και στην εγχώρια αυτοκινητοβιομηχανία. H Seat από το ξεκίνημά της ήταν εξαρτημένη από την Fiat. Η ιταλική εταιρεία είχε αρχικά ποσοστό συμμετοχής 7%, όμως το 1967 το ποσοστό της αυξήθηκε στο 36% με αντίστοιχη μείωση της κρατικής συμμετοχής από το 51% στο 32%. Αυτό συνέβη με σκοπό να χαλαρώσουν οι όροι που είχαν θέσει οι Ιταλοί στην αρχική συμφωνία και περιόριζαν την ισπανική παραγωγή αποκλειστικά για εγχώρια κατανάλωση. Κατά συνέπεια υπήρχε πλέον η δυνατότητα ώστε να μπορεί η Seat να εξάγει τα αυτοκίνητά της (τα οποία ήταν ευθέως ανταγωνιστικά στα Fiat). To 1980 το μερίδιο της Seat στην ισπανική αγορά είχε υποχωρήσει στο 26%, προς όφελος της FASA-Renault που γνώριζε μεγάλη επιτυχία με το R5 αλλά και λόγω της επιτυχίας που σημείωνε το Ford Fiesta. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η παραγωγή της FASA-Renault αυξήθηκε από τις 98.720 μονάδες το 1970, στις 341.211 μονάδες το 1980. Στις αρχές της δεκαετίας του '80 η Seat χρειαζόταν νέες μεγάλες επενδύσεις, για τις οποίες η Fiat δεν ήταν διαθέσιμη να συνεισφέρει. Έτσι, η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιρειών έφτασε στο τέλος της το 1982. Mε την απομάκρυνση της Fiat άνοιξε ο δρόμος προσέγγισης της Volkswagen με την Seat. Την ίδια χρονιά η ισπανική εταιρεία ξεκίνησε να εισάγει τα αυτοκίνητα της Volkswagen και της Audi, ενώ σύντομα ξεκίνησε στην Ισπανία η παραγωγή των Volkswagen Polo και Passat/Santana. Το 1982 επέστρεψε στην Ισπανία η General Motors, με το εργοστάσιο στην Zaragoza που κατασκεύαζε την πρώτη γενιά του Opel Corsa.
Η Ισπανία έγινε πλήρες μέλος της Ε.Ο.Κ την 1η Ιανουαρίου 1986, υπό την διακυβέρνηση του Felipe González . Κατά συνέπεια η ισπανική αγορά αυτοκινήτου λειτουργούσε πλέον υπό καθεστώς πλήρους ελευθερίας, ενώ έκαναν τα πρώτα τους δειλά βήματα και οι ιάπωνες κατασκευαστές. Οι οικονομικοί δείκτες είχαν βελτιωθεί σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του '80, όμως η Ισπανία είχε να καλύψει απόσταση συγκριτικά με τα στάνταρντ άλλων ανεπτυγμένων χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Τον Ιούνιο του 1986 η Volkswagen απέκτησε το 51% των μετοχών της Seat, ενώ στις 23 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους το μερίδιό της αυξήθηκε στο 75%. Η Seat είχε ήδη παρουσιάσει τη νέα γενιά αυτοκινήτων της, το Ibiza (1984) και το Malaga (1985). Η Ford είχε εγκαταλείψει από το 1981 την πολιτική του "ενός μοντέλου" στην Ισπανία, όταν ξεκίνησε η παραγωγή του Escort 3ης γενιάς παράλληλα με το Fiesta. To 1983 προστέθηκε στην παραγωγή και το 4θυρο Ford Orion.
Μέχρι το 1985 οι πωλήσεις καινούργιων αυτοκινήτων στην Ισπανία παρέμεναν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Με πληθυσμό που προσέγγιζε τα 38.5 εκ. κατοίκους οι ταξινομήσεις ανήλθαν σε 552.835 μονάδες. Είναι σαφές ότι υπήρχαν μεγάλα περιθώρια ανόδου της αγοράς. Ενδεικτικά, μια δεκαετία πριν είχαν ταξινομηθεί στην Ισπανία 581.483 αυτοκίνητα (1975). Έως τα τέλη της δεκαετίας του '80 οι πωλήσεις επιβατικών αυτοκινήτων κινήθηκαν σταθερά ανοδικά, φτάνοντας σε πρωτοφανή ως τότε επίπεδα, που ξεπέρασαν το 1 εκ. μονάδες.
Ίσως φαίνεται αυτονόητο ότι η Seat κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στην εγχώρια αγορά, όμως αυτό δεν ισχύει. Στην κορυφή των προτιμήσεων βρισκόταν η Renault, ενώ οι Ford και Opel είχαν εδραιώσει την θέση τους δημιουργώντας ασφυκτικές πιέσεις στην Seat. To 1986 το μερίδιο της ισπανικής φίρμας ήταν στο 12.4% από το 48.2% που κατείχε το 1976. Αυτό απλώς δείχνει τις αλλαγές που έγιναν στην ισπανική αγορά αυτοκινήτου μέσα σε μόλις μια δεκαετία, χωρίς να σημαίνει ότι οι πωλήσεις τις Seat ήταν χαμηλές, εφόσον βρισκόταν σταθερά στην πρώτη πεντάδα της κατάταξης. Το Ibiza ήταν φυσικά μέσα στα πιο επιτυχημένα εμπορικά αυτοκίνητα, ενώ η Renault σημείωνε μεγάλη επιτυχία με τα R5, R11 και R21. Δεν υπήρξαν σημαντικές μεταβολές κατά την δεκαετία του '90, πέρα από την αναμενόμενη εναλλαγή θέσεων μεταξύ των πρωταγωνιστών που είχαν καθιερωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του '80. Εκτός από τις Renault, Ford, Seat και Opel, μεταξύ των πιο εμπορικών ήταν οι Peugeot & Citroen ενώ καλές επιδόσεις είχαν οι Volkswagen και Fiat, αν και με σχετική διαφορά από τις υπόλοιπες. Στις 18 Δεκεμβρίου 1990 η Volkswagen απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της Seat. Στις αρχές του 1993 η Seat εγκαινίασε τον νέο εργοστάσιο στο Martorell, ένα από τα πιο σύγχρονα στην Ευρώπη εκείνη την εποχή.
Οι premium κατασκευαστές βελτίωσαν την θέση τους από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του '80, εδραιώθηκαν την δεκαετία του '90 και ενισχύθηκαν από το 2000 και μετά. Οι ιάπωνες κατασκευαστές άρχισαν να έχουν ικανοποιητικά ποσοστά κατά την δεκαετία του '90, αρχικά με την Nissan που ήταν με διαφορά η δημοφιλέστερη ιαπωνική φίρμα στην Ισπανία έως το 2001. Στην συνέχεια παρουσίασε υποχώρηση ενώ ταυτόχρονα ανέπτυξε δυναμική η Toyota. Για όλη την δεκαετία του '90 η χειρότερη χρονιά ήταν το 1993, με τις πωλήσεις στις 743.901 μονάδες (-24.2%). Καλύτερη χρονιά ήταν το 1999 με συνολικά 1.406.246 πωλήσεις (+17.9%).
Η αγορά επιβατικών αυτοκινήτων έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο το 2006, με συνολικά 1.634.608 πωλήσεις. Το 2007 παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, με μικρή μείωση μόλις -1.2%, όμως το 2008 υπήρξε πτώση -28.1%, με την Ισπανία να έχει εισέλθει σε περίοδο χρηματοοικονομικής κρίσης. Το 2012 οι πωλήσεις έπεσαν στο χαμηλότερο επίπεδο, μόλις 699.589 μονάδες (-13.4%), με σταδιακή ανάκαμψη τα επόμενα χρόνια. Το 2020 οι πωλήσεις σημείωσαν πτώση -32.3%, αυτή τη φορά λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19 που έπληξε σοβαρά την Ισπανία. Συνολικά ταξινομήθηκαν 851.211 επιβατικά αυτοκίνητα έναντι 1.258.251 το 2019. Πέρσι υπήρξε μικρή βελτίωση, με 859.477 μονάδες (+1.0%), όμως ήταν ακόμα πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα προ πανδημίας.
Σχετικά με το ξεκίνημα και την πορεία της Seat στην Ελλάδα, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου