Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην ιταλική αγορά αυτοκινήτου, είδαμε πως εξελίχθηκε η πορεία της σε μια περίοδο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής έως τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η περιορισμένη διάδοση του αυτοκινήτου ήταν το κύριο χαρακτηριστικό στην Ιταλία του μεσοπολέμου, αλλά και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Παρότι οι πωλήσεις στην Ιταλία παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα κατά την δεκαετία του '50, πάντως τα πρώτα σημάδια ευρείας διάδοσης του επιβατικού αυτοκινήτου ήταν ορατά.
Ήταν η δεκαετία του '60 που έφερε την έκρηξη στην παραγωγή αυτοκινήτων και την άνθηση της αγοράς αυτοκινήτου, στην γειτονική μας χώρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η Ιταλία είχε σημαντικά υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης (Πορτογαλία, Ελλάδα), όμως οι τιμές των αυτοκινήτων σε ποσοστό επί των μέσων ετήσιων αποδοχών ήταν αρκετά μεγαλύτερες σε σύγκριση με τις περισσότερες από τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές αγορές, όπως η Γαλλία, η Δ. Γερμανία, η Σουηδία, η Βρετανία κ.α.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έως τα μέσα περίπου της δεκαετίας, η αναλογία επιβατικών αυτοκινήτων ανά χίλιους κατοίκους ήταν χαμηλότερη ακόμα και από χώρες που δεν διέθεταν δική τους αυτοκινητοβιομηχανία, όπως η Αυστρία και το Βέλγιο.
Είναι επίσης γεγονός ότι το διάστημα μετά την δεκαετία του '50 η αγορά αναπτύχθηκε σημαντικά, βασιζόμενη όμως σε μεγάλο βαθμό στα οικονομικά αυτοκίνητα πόλης της Fiat.
Παρότι οι πωλήσεις στην Ιταλία παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα κατά την δεκαετία του '50, πάντως τα πρώτα σημάδια ευρείας διάδοσης του επιβατικού αυτοκινήτου ήταν ορατά.
Ήταν η δεκαετία του '60 που έφερε την έκρηξη στην παραγωγή αυτοκινήτων και την άνθηση της αγοράς αυτοκινήτου, στην γειτονική μας χώρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η Ιταλία είχε σημαντικά υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης (Πορτογαλία, Ελλάδα), όμως οι τιμές των αυτοκινήτων σε ποσοστό επί των μέσων ετήσιων αποδοχών ήταν αρκετά μεγαλύτερες σε σύγκριση με τις περισσότερες από τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές αγορές, όπως η Γαλλία, η Δ. Γερμανία, η Σουηδία, η Βρετανία κ.α.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι έως τα μέσα περίπου της δεκαετίας, η αναλογία επιβατικών αυτοκινήτων ανά χίλιους κατοίκους ήταν χαμηλότερη ακόμα και από χώρες που δεν διέθεταν δική τους αυτοκινητοβιομηχανία, όπως η Αυστρία και το Βέλγιο.
Είναι επίσης γεγονός ότι το διάστημα μετά την δεκαετία του '50 η αγορά αναπτύχθηκε σημαντικά, βασιζόμενη όμως σε μεγάλο βαθμό στα οικονομικά αυτοκίνητα πόλης της Fiat.
Εντυπωσιακή άνοδο σημείωσαν οι πωλήσεις καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων στην Ιταλία, το 1960.
Συνολικά διατέθηκαν 381.385 αυτοκίνητα, έναντι 253.321 τη προηγούμενη χρονιά (+50.5%).
Αύξηση κατά 92.3% κατέγραψαν οι πωλήσεις των εισαγόμενων αυτοκινήτων, με 18.534 μονάδες έναντι 9.636 το 1959. Το ποσοστό τους επί του συνόλου παρέμεινε χαμηλά, με μόλις το 4.86% της αγοράς.
Τα περιθώρια για περαιτέρω ανάπτυξη ήταν ακόμα μεγάλα και αυτό αποδείχθηκε τα επόμενα τρία χρόνια.
Το 1961 υπήρξε επιπλέον αύξηση με 491.755 μονάδες (+28.9%), ενώ και το 1962 οι πωλήσεις κινήθηκαν ανοδικά , με 634.706 μονάδες (+29.1%). Την ίδια χρονιά οι Ιταλοί αγόρασαν 96.854 εισαγόμενα αυτοκίνητα, με το ποσοστό τους να είναι για πρώτη φορά διψήφιο (15.26%).
Πωλήσεις ρεκόρ σημειώθηκαν το 1963, με την αγορά στο +49.9% και συνολικά 951.704 καινούργια αυτοκίνητα. Οι ξένες φίρμες κατέλαβαν το 20.8% επί του συνόλου, με 197.987 μονάδες, όμως το μερίδιό τους σταδιακά μειώθηκε την επόμενη τριετία.
Επιβράδυνση υπήρξε το 1964, με τις πωλήσεις μειωμένες στις 830.175 μονάδες (-12.8%). Η Fiat κατείχε περισσότερο από το 70% της αγοράς, με τα μικρά "500" & "600" να σπάνε ταμεία.
Το 1965 σημειώθηκε μικρή βελτίωση, με 886.297 πωλήσεις (+6.8%).
Fiat Nuova 500
Alfa Romeo Giulia
Σημαντική χρονιά αποτέλεσε το 1966. Για πρώτη φορά οι πωλήσεις στην Ιταλία, ξεπέρασαν το φράγμα του ενός εκατομμυρίου. Με 1.014.975 καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα, ήταν πλέον μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αγορές αυτοκινήτου. Συγκριτικά, το 1966 στην Δυτ. Γερμανία, οι πωλήσεις ξεπέρασαν ελαφρώς το 1.500.000 μονάδες, ενώ στην Μεγ. Βρετανία η αγορά ήταν πια ελάχιστα μεγαλύτερη από την ιταλική.
Η Fiat έως τότε είχε μερίδιο 74% επί του συνόλου, ενώ η Alfa Romeo ήταν σταθερά η δεύτερη σε πωλήσεις εταιρεία, με ποσοστό γύρω στο 5%.
Η αγορά κινήθηκε ανοδικά και την επόμενη χρονιά, με 1.162.246 μονάδες (+14.5%), ενώ το 1968 σταθεροποιήθηκε στα ίδια περίπου επίπεδα, με 1.167.614 μονάδες (+0.46%)
Ο αριθμός των κυκλοφορούντων αυτοκινήτων είχε αυξηθεί σημαντικά, ενώ αυξημένες ήταν και οι εξαγωγές αυτοκινήτων.Το 1968 οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο 35.3% της συνολικής παραγωγής. Εκτός από την Fiat, που κατείχε το μεγαλύτερο ποσοστό, οι σημαντικότερες κατασκευαστικές εταιρείες ήταν κατά σειρά οι Alfa Romeo, Autobianchi, Innocenti και Lancia. Οι δύο κύριοι εξαγωγικοί προορισμοί ήταν η Δυτ. Γερμανία και η Γαλλία.
Από αυτές τις δύο χώρες προέρχονταν και τα περισσότερα από τα αυτοκίνητα που εισάγονταν στην Ιταλία.
Το 1968, οι πωλήσεις εισαγόμενων επιβατικών ανήλθαν σε 177.372 μονάδες, με μερίδιο 15.2%. Οι δημοφιλέστερες ξένες φίρμες ήταν η Opel, η Simca, η Renault, η Volkswagen, η NSU και η Ford Γερμανίας.
H δεκαετία του '60 έκλεισε με θετικό πρόσημο (+4.3%), με την ιταλική αγορά να έχει εδραιωθεί ως μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες στην Ευρώπη.
Το κλίμα δεν άλλαξε με την έλευση της νέας δεκαετίας.
H δεκαετία του '60 έκλεισε με θετικό πρόσημο (+4.3%), με την ιταλική αγορά να έχει εδραιωθεί ως μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες στην Ευρώπη.
Το κλίμα δεν άλλαξε με την έλευση της νέας δεκαετίας.
Tη περίοδο 1970-1972 όλο και περισσότεροι Ιταλοί αγόραζαν αυτοκίνητα.
Τα καθιερωμένα μικρά Fiat "500" και "850" συνέχισαν να πρωταγωνιστούν στις πωλήσεις, ενώ η νέα γενιά των μικρών και μικρομεσαίων αυτοκινήτων της εταιρείας άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της στους ιταλικούς δρόμους. Ήταν, φυσικά, τα Fiat "127" και "128".
Το 1970 και 1971 υπήρξε επιπλέον αύξηση, +12% και +5.2% αντίστοιχα, με τις πωλήσεις στην Ιταλία να έχουν υπερβεί αυτές στην Μεγ. Βρετανία. Συνολικά 1.363.594 επιβατικά αυτοκίνητα ταξινομήθηκαν το 1970 (1.076.875 στην Βρετανία) και 1.434.529 το 1971 (1.285.661 στην Βρετανία).
To 1972 αποτέλεσε την καλύτερη χρονιά για όλη την δεκαετία του '70, με συνολικά 1.470.394 μονάδες (+2.5%). Το Fiat 128 ήταν το best seller της αγοράς.
Ρεκόρ πωλήσεων σημείωσαν και τα εισαγόμενα, με 393.418 μονάδες.
Την επόμενη χρονιά οι ρυθμοί ήταν λίγο πιο χαλαροί, με τις πωλήσεις μειωμένες κατά 1.45%.
Όμως σημαντικές απώλειες υπήρξαν τα επόμενα δύο χρόνια.
Το 1974 οι πωλήσεις κινήθηκαν πτωτικά κατά -11.6% , ενώ το 1975 η αγορά άγγιξε τα χαμηλότερα επίπεδα της δεκαετίας, με 1.050.947 μονάδες (-19.7%). Το Fiat "127" πρωταγωνιστούσε στην Ιταλία, όμως αποτελούσε μια μεγάλη εμπορική επιτυχία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Εξαιρετική πορεία διέγραψε και το μικροσκοπικό "126".
Τo διάστημα από το 1976 έως το 1978 η αγορά σταθεροποιήθηκε, με τις πωλήσεις γύρω στο 1.200.000 μονάδες.
Το 1979 σημειώθηκε αισθητή ανάκαμψη, με αύξηση των πωλήσεων κατά 17% και 1.397.039 μονάδες. Για πρώτη φορά, οι πωλήσεις των εισαγόμενων αυτοκινήτων ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο, με 534.411 μονάδες και μερίδιο αγοράς 38.25%.
Η ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στις αρχές του '79, δεν ανέκοψε την ανοδική πορεία της αγοράς ούτε την επόμενη χρονιά.
Αντίθετα, το 1980 επιτεύχθηκε νέο ρεκόρ πωλήσεων, με 1.530.488 μονάδες (+9.55%). Το Fiat "127" κατέκτησε για ακόμα μια φορά την κορυφή, ενώ σημαντικό μερίδιο είχαν τα Fiat Ritmo και Fiat Panda.
Τα καθιερωμένα μικρά Fiat "500" και "850" συνέχισαν να πρωταγωνιστούν στις πωλήσεις, ενώ η νέα γενιά των μικρών και μικρομεσαίων αυτοκινήτων της εταιρείας άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της στους ιταλικούς δρόμους. Ήταν, φυσικά, τα Fiat "127" και "128".
Το 1970 και 1971 υπήρξε επιπλέον αύξηση, +12% και +5.2% αντίστοιχα, με τις πωλήσεις στην Ιταλία να έχουν υπερβεί αυτές στην Μεγ. Βρετανία. Συνολικά 1.363.594 επιβατικά αυτοκίνητα ταξινομήθηκαν το 1970 (1.076.875 στην Βρετανία) και 1.434.529 το 1971 (1.285.661 στην Βρετανία).
Fiat 128
To 1972 αποτέλεσε την καλύτερη χρονιά για όλη την δεκαετία του '70, με συνολικά 1.470.394 μονάδες (+2.5%). Το Fiat 128 ήταν το best seller της αγοράς.
Ρεκόρ πωλήσεων σημείωσαν και τα εισαγόμενα, με 393.418 μονάδες.
Την επόμενη χρονιά οι ρυθμοί ήταν λίγο πιο χαλαροί, με τις πωλήσεις μειωμένες κατά 1.45%.
Όμως σημαντικές απώλειες υπήρξαν τα επόμενα δύο χρόνια.
Το 1974 οι πωλήσεις κινήθηκαν πτωτικά κατά -11.6% , ενώ το 1975 η αγορά άγγιξε τα χαμηλότερα επίπεδα της δεκαετίας, με 1.050.947 μονάδες (-19.7%). Το Fiat "127" πρωταγωνιστούσε στην Ιταλία, όμως αποτελούσε μια μεγάλη εμπορική επιτυχία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Εξαιρετική πορεία διέγραψε και το μικροσκοπικό "126".
Τo διάστημα από το 1976 έως το 1978 η αγορά σταθεροποιήθηκε, με τις πωλήσεις γύρω στο 1.200.000 μονάδες.
Το 1979 σημειώθηκε αισθητή ανάκαμψη, με αύξηση των πωλήσεων κατά 17% και 1.397.039 μονάδες. Για πρώτη φορά, οι πωλήσεις των εισαγόμενων αυτοκινήτων ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο, με 534.411 μονάδες και μερίδιο αγοράς 38.25%.
Η ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στις αρχές του '79, δεν ανέκοψε την ανοδική πορεία της αγοράς ούτε την επόμενη χρονιά.
Αντίθετα, το 1980 επιτεύχθηκε νέο ρεκόρ πωλήσεων, με 1.530.488 μονάδες (+9.55%). Το Fiat "127" κατέκτησε για ακόμα μια φορά την κορυφή, ενώ σημαντικό μερίδιο είχαν τα Fiat Ritmo και Fiat Panda.
Την δεκαετία του '60 η αγορά αυτοκίνητου στην Ιταλία γιγαντώθηκε. Η αύξηση στην παραγωγή της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας υπήρξε σημαντική ενώ το ίδιο ίσχυσε και για τις εξαγωγές. Κύριο χαρακτηριστικό όλης της εξεταζόμενης περιόδου ήταν η παντοκρατορία της Fiat, με ποσοστά που ξεπέρασαν και το 70%. Φυσικά, εξακολουθεί ως τις μέρες μας να αποτελεί την πρώτη σε πωλήσεις εταιρεία, όμως το μερίδιο της έχει συρρικνωθεί σε ποσοστά κάτω του 20% (το 2019 η Fiat είχε μερίδιο 14.9%).
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 οι πωλήσεις έφτασαν στα υψηλότερα επίπεδα, ενώ στη συνέχεια υποχώρησαν και αργότερα σταθεροποιήθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Την δεκαετία του '80 συνέχισε να αναπτύσσεται, με τον ετήσιο αριθμό σταθερά πάνω από 1.5 εκατομμύριο μονάδες (με εξαίρεση το 1983), ενώ το 1988 ξεπέρασε για πρώτη φορά το όριο των δύο εκατομμυρίων πωλήσεων, με 2.131.197 μονάδες.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 οι πωλήσεις έφτασαν στα υψηλότερα επίπεδα, ενώ στη συνέχεια υποχώρησαν και αργότερα σταθεροποιήθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Την δεκαετία του '80 συνέχισε να αναπτύσσεται, με τον ετήσιο αριθμό σταθερά πάνω από 1.5 εκατομμύριο μονάδες (με εξαίρεση το 1983), ενώ το 1988 ξεπέρασε για πρώτη φορά το όριο των δύο εκατομμυρίων πωλήσεων, με 2.131.197 μονάδες.
Autobianchi A112
B.A
© Hellenic Motor History (2020)
Στοιχεία πωλήσεων: UNRAE (Ιταλία), SMMT (Βρετανία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου